εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Απάτη με το Αλογίσιο Κρέας
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η πρόσμιξη αλογίσιου και βοδινού κρέατος αποτελεί διατροφική απάτη.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Κομισιόν, τα περισσότερα δείγματα εντοπίστηκαν στη Γαλλία (ποσοστό 13,3% επί των ελέγχων), ενώ η Ελλάδα ακολουθεί στη δεύτερη θέση με ποσοστό επί των δειγμάτων στο 12,5%. Πάρα ταύτα, η ανίχνευση του επικίνδυνου αντιφλεγμονώδους είναι εξαιρετικά μικρή σε ποσοστιαία βάση, κάτι που σύμφωνα με τους επιστήμονες της Ε.Ε. δεν εγκυμονεί κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Στη χώρα μας δεν έχει εντοπιστεί φαινυλοβουταζόνη σε κανένα δείγμα μέχρι στιγμής.
Τουλάχιστον 5% των δειγμάτων παρασκευασμάτων κρέατος που ελέχθησαν σε όλη την Ευρώπη το τελευταίο δίμηνο, αποδείχθηκε ότι είχαν υποστεί πρόσμιξη με κρέας αλόγου, ενώ μόλις το 0,5% εξ αυτών βρέθηκαν θετικά στο κτηνιατρικό αντιφλεγμονώδες σκεύασμα φαινυλοβουταζόνη.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Τόνιο Μπόργκ, Ευρωπαίος Επίτροπος για θέματα Υγείας –επιβεβαιώνοντας την άποψη που από την αρχή είχε εκφράσει και το Meat News- είναι πως «βρισκόμαστε μπροστά σε μια διατροφική απάτη και όχι σε ένα διατροφικό σκάνδαλο επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία».
Παράλληλα με τα αποτελέσματα των ελέγχων η Ε.Ε. ανακοίνωσε σειρά μέτρων για το 2013 που ουσιαστικά αυστηροποιούν τους ελέγχους σε όλα τα στάδια της διατροφικής αλυσίδας, προκειμένου, όπως ο Μποργκ επεσήμανε «να επαναβεβαιώσουμε την καταναλωτική εμπιστοσύνη».
Στην Ελλάδα, όπως φαίνεται σε έγγραφο που απέστειλε στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάξιμος Χαρακόπουλος, από τα 200 δείγματα διαφόρων προϊόντων βόειου κρέατος ανιχνεύθηκε γενετικό υλικό αλόγου σε 12 δείγματα. Παράλληλα, πιστοποιήθηκε πως την τελευταία διετία (2011-2012) έχουν εισαχθεί 111 τόνοι κρέατος αλόγου με ποικίλες προελεύσεις (26 τόνοι κρέατος αλόγου από την Ισπανία, 50,9 τόνοι από τη Ρουμανία και 34,3 τόνοι από τη Βουλγαρία).
Το υψηλό κόστος του φθηνού κρέατος
Το πρόσφατο διατροφικό σκάνδαλο με την πρόσμιξη αλογίσιου κρέατος και την ψευδή σήμανσή του ως βόειου, που έφτασε στα πιάτα των καταναλωτών κυρίως μέσα από έτοιμα γεύματα, ένα συστατικό των οποίων ήταν το κρέας, εγείρει για ακόμη μια φορά στην διεθνή ειδησεογραφία ανησυχία αναφορικά με την διαφάνεια της διατροφικής αλυσίδας, την ιχνηλασιμότητα και την ετικετοποίηση.
Ελεγκτικές Αρχές, κυβερνήσεις, επιστήμονες και λιανοπωλητές αναζητούν εδώ και εβδομάδες ευθύνες σε κάποιον από τους πολλούς κρίκους της αλυσίδας εφοδιασμού, ώστε να εντοπίσουν από πού ξεκίνησε η εμπορική απάτη. Αν μπορούσε, ωστόσο, κάποιος με ένα μικροσκόπιο να ακολουθήσει το «ταξίδι» της ετικέτας επισήμανσης στη συσκευασία ενός διατροφικού προϊόντος, το μόνο που θα μπορούσε να συμπεράνει, είναι πόσο πολύπλοκη είναι η διαδικασία που ακολουθείται από τον αγρό έως το πιάτο και πόσο ελάχιστα σίγουροι μπορούμε να είμαστε για ό,τι καταναλώνουμε, ακόμη και εάν η ετικέτα περιγράφει όσα περισσότερα μπορεί από την διατροφική αλυσίδα εφοδιασμού.
Το πόσο στρεβλή εικόνα δίδεται για το τελικό προϊόν, μπορεί τελικώς να προκύψει εάν επιχειρήσουμε να περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί τελικά η παγκόσμια επισιτιστική βιομηχανία προς όφελος της τελικής τιμής του προϊόντος στα ράφια των σούπερ μάρκετ του λεγόμενου δυτικού κόσμου, εις βάρος τόσο της ποιότητας του ίδιου του προϊόντος πολλές φορές, όσο και του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και της ισορροπίας του οικοσυστήματος στις χώρες από τις οποίες λαμβάνονται οι πρώτες ύλες. Το φθηνό (σ.σ. «οικονομικά προσβάσιμο») κρέας που απολαμβάνει ο μέσος Δυτικός καταναλωτής έχει προκύψει από έναν παγκόσμια χρησιμοποιούμενο πλέον όρο, «agro-business», που αποτελεί μια ολόκληρη φιλοσοφία για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος που αποτελεί βασική διατροφική συνήθεια για τον Δυτικό κόσμο.
Για να μπορεί ο μέσος Ευρωπαίος ή Αμερικανός π.χ. καταναλωτής να απολαμβάνει ένα συσκευασμένο, τεμαχισμένο τεμάχιο βόειου κρέατος, η παγκόσμια βιομηχανία έχει ακολουθήσει μια τεράστια αλυσίδα, που ξεκινά από τις μεγάλες κτηνο-παραγωγικές χώρες: Αργεντινή, Βραζιλία, ΗΠΑ, Ινδία και καταλήγει στις Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, περνώντας όμως αναγκαστικά μέσα από τις υπόλοιπες χώρες της Λ. Αμερικής και τις μέσες χώρες της αφρικανικής ηπείρου, τα εδάφη των οποίων χρησιμοποιούνται για μονοκαλλιέργειες σιτηρών, που είναι απαραίτητα συστατικά των ζωοτροφών, με τις οποίες εκτρέφονται τα κοπάδια που προορίζονται για την διεθνή βιομηχανία κρέατος.
Τα στοιχεία προέρχονται από το Meat News