εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Προβλέψεις του FAO για τον Αγροτικό Τομέα
Ο Οργανισµός του ΟΗΕ για τη Γεωργία και τα Τρόφιμα (FAO) προβλέπει, για την επόµενη δεκαετία, σταθεροποίηση στην παραγωγή αλλά και ανοδική διόρθωση στις τιµές γάλακτος τόσο του αγελαδινού όσο και του πρόβειου παγκόσμια, καθώς και µια τάση ενίσχυσης της παραγωγής βιολογικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε γενικές γραμμές οι τομείς του γάλακτος και των ζωοτροφών παγκόσμια αντιμετώπισαν διάφορες προκλήσεις το 2019, αλλά οι αναλυτές και εκπρόσωποι της βιομηχανίας ζωοτροφών είναι αισιόδοξοι για το 2010.
Αναλυτικότερα, αναμένεται ετήσια αύξηση 1,7% στη συνολική παγκόσµια παραγωγή γάλακτος ως το 2028, η οποία θα αγγίξει τους 981 εκατ. τόνους, από τους 838 εκατ. τόνους το 2018. Τα στοιχεία του FAO αφορούν στη συνολική παραγωγή γάλακτος, τα µερίδια της οποίας έχουν ως εξής: 81% αγελαδινό, 15% βουβαλίσιο και 4% κατσικίσιο, πρόβειο και καµήλας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάντως, η αύξηση της παραγωγής αναµένεται να διαµορφώσει χαµηλότερο ποσοστό ρυθµού ανάπτυξης (1,1%), δεδοµένης της περιορισµένης κατανάλωσης αλλά και των περιβαλλοντικών πολιτικών που αναπτύσσει η ΕΕ.
Οι τιµές παρέµειναν τα προηγούµενα χρόνια σε χαµηλά επίπεδα, παραδέχεται η έκθεση του FAO, η οποία εκτιµά πως ως το τέλος του 2028, αναµένεται να αυξηθούν. Αυτό οφείλεται σύµφωνα µε τους ερευνητές, στην εξάντληση των αποθεµάτων που ταλαιπώρησαν την ευρωπαϊκή αγορά. Παράλληλα εντοπίζει σηµαντικά περιθώρια περαιτέρω εξέλιξης της βιολογικής παραγωγής γάλακτος, η οποία συνεπάγεται µικρότερη παραγωγικότητα αλλά µεγαλύτερες τιµές. Σήµερα το 3% της παραγωγής γάλακτος στην ΕΕ είναι βιολογικό, που προέρχεται από το 10% των µονάδων σε Αυστρία, Ελλάδα, ∆ανία, Λετονία και Σουηδία.
Οι τέσσερις κύριοι εξαγωγείς γαλακτοκοµικών στη βασική περίοδο είναι η Νέα Ζηλανδία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ και η Αυστραλία. Αυτές οι τέσσερις περιοχές αναµένεται να συνεισφέρουν από κοινού το 75% περίπου του τυριού, το 78% του γάλακτος σε σκόνη, το 79% του βουτύρου. Στην περίπτωση του γάλακτος σε σκόνη, η Αργεντινή είναι επίσης κύριος εξαγωγέας και αναµένεται να αντιπροσωπεύει το 5% των παγκόσµιων εξαγωγών το 2028. Τα τελευταία χρόνια, η Λευκορωσία αποτέλεσε σηµαντικό εξαγωγέα, µε στόχο της κυρίως τη ρωσική αγορά.
Μικρά είναι τα περιθώρια ανάπτυξης της αγοράς τυριού σε Ευρώπη και Βόρεια Αµερική, υποστηρίζει ο FAO, θεωρώντας τις αγορές αυτές κορεσµένες και εστιάζοντας περισσότερο στις αγορές της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και σε χώρες Νοτιοανατολικής Ασίας. Πάντως ο ανεπτυγµένος κόσµος θα µείνει µέχρι το τέλος της επόµενης δεκαετίας στην κορυφή των καταναλωτών γαλακτοκοµικών και βουτύρου, µε µερίδιο εισαγωγών 55% και 39% αντίστοιχα. Έτσι, Ηνωµένο Βασίλειο, Ρωσία, Ιαπωνία, ΕΕ και Κίνα στις κορυφαίες χώρες εισαγωγείς ως το 2028.
Κύριος εξαγωγέας τυριού παγκοσµίως θα συνεχίσει να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθούµενη από τις Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής και τη Νέα Ζηλανδία. Προβλέπεται ότι το µερίδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην παγκόσµια παραγωγή τυριού θα είναι γύρω στο 48% το 2028 και θα συνεχιστεί µε την αύξηση των εξαγωγών τυριών στον Καναδά µέσω της συµφωνίας CETA και της Ιαπωνίας µετά την επικύρωση της διµερούς εµπορικής συµφωνίας το 2019.
Οι εισαγωγές αναπτύσσονται περισσότερο σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, µε τις ανεπτυγµένες χώρες ν ακολουθούν και τις προοπτικές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Κίνα. Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει η κατανοµή των αγορών, αφού οι εισαγωγές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής αναµένεται να εξυπηρετηθούν κυρίως από την ΕΕ, ενώ ΗΠΑ και Ωκεανία αναµένεται να είναι οι κύριοι προµηθευτές σκόνης γάλακτος και γαλακτοκοµικών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Επίδραση των περιβαλλοντικών πολιτικών στην παραγωγή
Οποιεσδήποτε αλλαγές στις περιβαλλοντικές πολιτικές ενδέχεται να επηρεάσουν την παραγωγή γάλακτος και γαλακτοκοµικών προϊόντων, υπογραµµίζει ο FAO, υποστηρίζοντας πως οι δροµολογούµενες µεταρρυθµίσεις τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στη Νέα Ζηλανδία, θα περιορίσουν αναπόφευκτα την µελλοντική ανάπτυξη της γαλακτοκοµικής παραγωγής. Παράλληλα, η τάση στροφής προς περισσότερο βιώσιµες πρακτικές, που περιλαµβάνουν και την διαχείριση του νερού και της κοπριάς, εκτός από τιµολογιακό αντίκτυπο στο κόστος της παραγωγής, θα συντελέσουν και στον περιορισµό του κοπαδιού. Πάντως, οι περιορισµοί στην παραγωγή γαλακτοκοµικών προϊόντων µπορούν να προέλθουν και από την προσεγμένη διαχείριση σε επίπεδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγώντας σε µια εξειδικευµένη παραγωγή ζωοτροφών.
Να σηµειωθεί ακόµη πως η παγκόσµια παραγωγή µπορεί να περιοριστεί περαιτέρω και λόγω απρόβλεπτων καιρικών φαινοµένων µε αξιοσηµείωτη ένταση, τα οποία επηρεάζουν την παραγωγή γάλακτος που βασίζεται στη βόσκηση, την κυρίαρχη µέθοδο παραγωγής παγκοσµίως. Υπενθυµίζεται πως κάτι αντίστοιχο συνέβη και το καλοκαίρι του 2018 στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, µε τους κτηνοτρόφους να υποχρεώνονται σε µείωση του κοπαδιού, καθώς υποχρεώθηκαν να αυξήσουν τις αγορές ζωοτροφών για να εξισορροπήσουν τον περιορισµένο όγκο γρασιδιού στους βοσκότοπους.