εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Η πολιτική «προστασίας των ονομασιών προέλευσης» (ΠΟΠ) και τα όριά της – Το παράδειγμα της φέτας
Το άρθρο που ακολουθεί αποτελεί κείμενο του Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής της ΚΕ του ΚΚΕ, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Ριζοσπάστη στις 10.11.2018.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ΕΕ αποδέχτηκε τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για την «απελευθέρωση» του εμπορίου των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων και στο πλαίσιο αυτό δεσμεύτηκε για την κατάργηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων και τη σταδιακή μείωση των εισαγωγικών δασμών. Παράλληλα, μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), πήρε μέτρα για την προστασία των μονοπωλιακών ομίλων της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Ενα από αυτά ήταν το καθεστώς για την «προστασία» των ονομασιών προέλευσης ορισμένων αγροτοκτηνοτροφικών (μεταποιημένων ή μη) προϊόντων (προϊόντα ΠΟΠ), με το οποίο θέσπισε μια σειρά από αυστηρές προδιαγραφές για την παραγωγή και εμπορία προϊόντων συγκεκριμένης ονομασίας.
Από την πρώτη στιγμή εφαρμογής των νέων μέτρων, στο μάτι του κυκλώνα βρέθηκε η ονομασία «φέτα», την οποία εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι γαλακτοβιομηχανίες της Βόρειας Ευρώπης για τα λευκά τυριά άλμης από αγελαδινό γάλα. Τελικά, ύστερα από μια περίοδο με αφετηρία το 1996, προσφυγών και αντεγκλήσεων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αποφασίστηκαν το 2005 η προστασία στο ενδοκοινοτικό εμπόριο της ονομασίας «φέτα» και η απονομή της στο τυρί που παράγεται στην Ελλάδα, με συγκεκριμένη μέθοδο, αποκλειστικά από αιγοπρόβειο γάλα.
Με βασικά κριτήρια την κερδοφορία των μεταποιητικών ομίλων, τη συγκέντρωση της παραγωγής και την ανάπτυξη των εξαγωγών, το συγκεκριμένο καθεστώς προστασίας έδωσε ώθηση στην παραγωγή τυριού στην Ελλάδα (αύξηση κατά 40% την περίοδο 2003 – 2009).1 Από το 2009 μέχρι σήμερα, η ετήσια παραγωγή παρουσιάζει μια σχετική σταθερότητα (περίπου 200.000 τόνοι τυριού). Η φέτα καταλαμβάνει ποσοστό πάνω από το 60% των παραγόμενων τυριών.
Από τις 543 τυροκομικές επιχειρήσεις που καταγράφονταν στην Ελλάδα το 2015, οι 8 μεγαλύτερες κατείχαν πάνω από το 30% της παραγωγής. Στον αντίποδα βρίσκονται τα περισσότερα από 300 μικρά τυροκομεία, με μερίδιο παραγωγής – συνεχώς μειούμενο τα τελευταία χρόνια – κάτω από το 5% το 2015 (από το 10% που κατείχαν το 2003).
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές φέτας, οι οποίες αφορούν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου, είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 2007 – 2015 υπερδιπλασιάστηκαν στη Γερμανία,2 που αποτελεί τον βασικότερο εισαγωγέα φέτας παγκοσμίως, αλλά και σε άλλες χώρες. Διόλου ευκαταφρόνητη είναι και η εξαγωγή κεφαλαίου των ελληνικών ομίλων του κλάδου με επενδύσεις στα Βαλκάνια («Τυράς» – «Ολυμπος»), στην Κύπρο («Δωδώνη») κ.α.
Τα βιομηχανικά μονοπώλια συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής παραγωγής αιγοπρόβειου γάλακτος των δεκάδων χιλιάδων αιγοπροβατοτρόφων (περίπου 650.000 τόνοι πρόβειο και 150.000 τόνοι κατσικίσιο το 2017), αξιοποιώντας τα διάφορα εργαλεία της ΚΑΠ, όπως η «συμβολαιοποίηση» και οι ομάδες παραγωγών.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τομείς της κτηνοτροφίας, η αιγοπροβατοτροφία στην Ελλάδα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντική διασπορά του ζωικού κεφαλαίου, λόγω της επιβίωσης ενός συνεχώς μειούμενου αλλά σημαντικού αριθμού αυτοαπασχολούμενων κτηνοτρόφων που είναι απαραίτητος για την προμήθεια της βιομηχανίας με αιγοπρόβειο γάλα.
Η σχετική καθυστέρηση που καταγράφεται στη συγκέντρωση του ζωικού κεφαλαίου στην αιγοπροβατοτροφία συνδέεται με διάφορους παράγοντες. Βασικότερος είναι το γεγονός ότι δεν έχει να αντιμετωπίσει την πίεση που ασκεί ο παγκόσμιος ανταγωνισμός σε άλλους κτηνοτροφικούς κλάδους (π.χ. αγελαδοτροφία, χοιροτροφία κ.λπ.) οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης του ζωικού κεφαλαίου. Παράλληλα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου κατά βάση τα αιγοπρόβατα δεν αρμέγονται, καθώς προορίζονται μόνο για κρεατοπαραγωγή, ο κύριος προσανατολισμός της αιγοπροβατοτροφίας στην Ελλάδα είναι η παραγωγή γάλακτος. Ετσι, στην Ελλάδα παράγεται το 26% του πρόβειου γάλακτος στην ΕΕ και το 18% του παγκοσμίως παραγόμενου πρόβειου τυριού.3
Στο έδαφος αυτό, η «προστασία» της ονομασίας της φέτας και άλλων τυριών από αιγοπρόβειο γάλα (π.χ. κασέρι, κεφαλογραβιέρα, γραβιέρα Κρήτης κ.λπ.) συνέβαλε στην άμβλυνση της πίεσης από άλλα ομοειδή τυροκομικά προϊόντα (π.χ. λευκό τυρί άλμης), από αγελαδινό όμως γάλα, το οποίο παράγεται με πολύ ευνοϊκότερους όρους παραγωγικότητας της εργασίας στις καπιταλιστικές φάρμες της Βόρειας Ευρώπης. Σε αυτούς τους παράγοντες επιδρά και η πολιτική των άμεσων ενισχύσεων της ΚΑΠ, που σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στους υπόλοιπους κτηνοτροφικούς κλάδους εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό ποσοστό του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων αιγοπροβατοτρόφων στην Ελλάδα.
Ασφαλώς, οι παραπάνω παράγοντες μπορεί να δρουν επιβραδυντικά στην άμεση απαλλοτρίωση των ατομικών αγροτοπαραγωγών, όμως δεν ανακόπτουν την επιδείνωση των όρων επιβίωσής τους, την επιβάρυνσή τους με χρέη, τη φοροληστεία, το γεγονός ότι οι βιομήχανοι, που ελέγχουν την παραγωγή, πληρώνουν τιμές πολύ χαμηλές, ακόμα και κάτω από το κόστος, εξασφαλίζοντας μονοπωλιακά υπερκέρδη.
Είναι χαρακτηριστικό το κατρακύλισμα στην τιμή του πρόβειου και κατσικίσιου γάλακτος που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, ενώ την ίδια ώρα τα τυροκομικά προϊόντα φτάνουν πανάκριβα στη λαϊκή κατανάλωση. Τελικά, η τάση σταδιακής μείωσης των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων, που είναι αντικειμενική στο πλαίσιο του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, δεν ανατρέπεται και οδηγεί στη συγκέντρωση του ζωικού κεφαλαίου στις μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις.
Τα όρια της πολιτικής «προστασίας» της φέτας στο πλαίσιο των εμπορικών συμφωνιών της ΕΕ
Μετά το 2011, οπότε και λόγω των οξυμένων ανταγωνισμών επιβραδύνθηκαν οι διαδικασίες διεθνών πολυμερών συνομιλιών μέσω του ΠΟΕ, η ΕΕ στράφηκε σε διαπραγματεύσεις για σύναψη διμερών «εμπορικών» συμφωνιών με διάφορες χώρες του κόσμου. Εχουν ήδη υπογραφεί τέτοιου είδους συμφωνίες με τον Καναδά, τη Χιλή, το Μεξικό, νότιες χώρες της Αφρικής (Συμφωνία Οικονομικής και Εταιρικής Σχέσης ΕΕ – Αναπτυξιακής Κοινότητας Νοτιότερης Αφρικής – SADC) κ.ά., ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, την Ιαπωνία κ.λπ. Με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι συμφωνίες που υπογράφει η ΕΕ εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και κυρώνονται από τα Κοινοβούλια των κρατών – μελών.
Οι συμφωνίες αυτές είναι κάτι παραπάνω από απλές εμπορικές συμφωνίες. Αποτελούν ισχυρό μέσο άρσης κάθε εμποδίου για τη διείσδυση και δράση των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων στις καπιταλιστικές αγορές των συμβαλλομένων. Συνιστούν εργαλείο για μειώσεις μισθών και χτύπημα εργατικών δικαιωμάτων, με οδυνηρά αποτελέσματα και για τους αυτοαπασχολούμενους, τους μικρούς επαγγελματοβιοτέχνες, τη φτωχομεσαία αγροτιά.
Στο όνομα της «προστασίας των επενδυτών», κατοχυρώνουν τη μέγιστη δυνατή ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών, καταργούν στοιχειώδεις περιβαλλοντικούς κανονισμούς και τα όποια ελάχιστα επίπεδα ασφάλειας προβλέπονταν μέχρι σήμερα στα τρόφιμα και στην προστασία του περιβάλλοντος. Αίρουν και τα τελευταία εμπόδια για την «απελευθέρωση» κρατικών και άλλων υπηρεσιών, σηματοδοτώντας την ανεμπόδιστη παράδοσή τους στο κεφάλαιο, με τη θεσμοθέτηση και σύσταση μέχρι και «ιδιωτικών» δικαστηρίων.
Παράλληλα, οι συμβαλλόμενες δυνάμεις διαπραγματεύονται την επέκταση στις νέες αγορές ορισμένων «προστατευτικών» όρων που μπορούν να ενισχύσουν συνολικά τη θέση των μονοπωλιακών τους ομίλων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Στο πλαίσιο αυτό, οι συμφωνίες με τον Καναδά(Ολοκληρωμένη Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία ΕΕ – Καναδά, γνωστή ως CETA) και με νότιες χώρες της Αφρικής (SADC) ήταν αποτέλεσμα ενός μεγάλου παζαριού, που συμπεριέλαβε και ζητήματα καθορισμού προδιαγραφών προϊόντων και υπηρεσιών. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, η ΕΕ κατοχύρωσε για λογαριασμό των μονοπωλίων της το σύνολο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ) που έχει θεσπίσει και ισχύουν στο εσωτερικό της επικράτειάς της, ώστε αυτές να «προστατεύονται» και στις αγορές του Καναδά και σ’ αυτές των αφρικανικών χωρών.
Εξαίρεση αποτέλεσε η ονομασία «φέτα», την οποία χρησιμοποιούν οι γαλακτοβιομηχανίες σε Καναδά και νότια Αφρική για την ονομασία των λευκών τυριών άλμης από αγελαδινό γάλα. Η ΕΕ, ζυγίζοντας τα οφέλη και τις απώλειες για λογαριασμό των μονοπωλιακών της ομίλων, αποδέχτηκε αυτό το γεγονός και συνυπέγραψε τη δυνατότητα συνέχισής του και στο μέλλον, αποδεικνύοντας και σε αυτήν την περίπτωση πόσο υποκριτικά είναι τα όσα διατείνονται τα επιτελεία της περί «προστασίας αγροτών και καταναλωτών».
Ετσι, οι επιπτώσεις από την «απελευθέρωση» των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών εξειδικεύονται και με επιπλέον πλήγματα για τους μικρομεσαίους αιγοπροβατοτρόφους της χώρας μας. Την ίδια ώρα οι καπιταλιστικοί όμιλοι, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που μονοπωλούν την παραγωγή τυριού στην Ελλάδα, δεν ανησυχούν, καθώς αναγνωρίζουν τα μεγάλα συνολικά οφέλη που θα έχουν από τις συγκεκριμένες συμφωνίες.
Η στάση των αστικών κομμάτων και η παρέμβαση του ΚΚΕ
Οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στάθηκαν συνεπείς με τη συνολική αντιλαϊκή πολιτική τους, στηρίζοντας για λογαριασμό των μονοπωλιακών ομίλων τις παραπάνω συμφωνίες με διάφορους τρόπους. Τόσο η τελική εντολή διαπραγμάτευσης που δόθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2013 (επί κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ), όσο και η έγκριση της συμφωνίας με τον Καναδά (CETA), που συζητήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβρη του 2016 (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), φέρουν φαρδιά – πλατιά την υπογραφή τους.
Στη συνέχεια, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ επιστράτευσε τη γνωστή διγλωσσία του, με τους ευρωβουλευτές του να καταψηφίζουν στο Ευρωκοινοβούλιο και να παριστάνουν ότι δήθεν εναντιώνονται στη CETA και στις υπόλοιπες συμφωνίες. Αντίθετα, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, αναγνωρίζοντας τη σημασία της CETA για την κερδοφορία των μονοπωλίων, την ψήφισαν και στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο την ενέκρινε.
Σήμερα, που εκκρεμεί η κύρωση των συμφωνιών από το ελληνικό Κοινοβούλιο, είναι πολλοί οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων που δήθεν αγωνιούν για μια «καλύτερη» και πιο «διαφανή» συμφωνία και ζητούν την επαναδιαπραγμάτευση ορισμένων όρων της, όπως των σχετικών με την ονομασία «φέτα».
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή, με τις δημόσιες τοποθετήσεις του και την ψήφο του στο Ευρωκοινοβούλιο, τοποθετήθηκε ενάντια στις συγκεκριμένες συμφωνίες. Το ίδιο θα πράξει και όταν αυτές θα έρθουν για ψήφιση στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Παράλληλα, καλεί τους εργαζόμενους, τους αυτοαπασχολούμενους και τη φτωχομεσαία αγροτιά να απαιτήσουν την ακύρωση και την απόσυρσή τους, ενισχύοντας την πάλη ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική κυβέρνησης – ΕΕ – κεφαλαίου, να σφυρηλατήσουν τη δική τους Κοινωνική Συμμαχία, βάζοντας στο στόχαστρο τον πραγματικό αντίπαλο, τα μονοπώλια, τις ενώσεις τους και το ίδιο το εκμεταλλευτικό σύστημά τους.
Παραπομπές
- Στοιχεία Eurostat
- Πρεσβεία της Ελλάδας στο Βερολίνο: «Θέση ελληνικών αγροτικών προϊόντων στη γερμανική αγορά: Γαλακτοκομικά & άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης», 26/6/2015 & Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο Ντίσελντορφ: «Ερευνα αγοράς για τη φέτα στη Γερμανία», 25/9/2013.
- Στοιχεία Faostat (2014)