εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Χρήση Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών στα Τρόφιμα και στις Ζωοτροφές
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό δικαστήριο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λάβουν μέτρα κατά των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών εάν δεν είναι προφανές ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για την υγεία ή το περιβάλλον.
Πρόκειται ουσιαστικά για υπενθύμιση της νομοθεσίας με αφορμή την καλλιέργεια ΓΤ καλαμποκιού. Αυτό αναφέρει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που δημοσιεύτηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2017, η οποία ουσιαστικά «αθωώνει» Ιταλούς παραγωγούς, που καλλιεργούσαν (το 2014) αραβόσιτο ΜΟΝ 810 αν και η ιταλική νομοθεσία το είχε απαγορέψει (από το 2013).
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπενθυμίζει καταρχάς ότι τόσο η νομοθεσία της Ένωσης για τα τρόφιμα όσο και η νομοθεσία της ΕΕ για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές αποσκοπούν στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των συμφερόντων των καταναλωτών, διασφαλίζοντας παράλληλα την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της οποίας θεμελιώδη πτυχή αποτελεί η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίμων και ζωοτροφών.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εφόσον δεν προκύπτει ότι ένα γενετικώς τροποποιημένο προϊόν είναι προφανώς πιθανό να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, ούτε η Επιτροπή ούτε τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να λάβουν μέτρα έκτακτης ανάγκης όπως η απαγόρευση της καλλιέργειας αραβοσίτου MON 810.
Όμως, σύμφωνα με έρευνα, η γενετική τροποποίηση των φυτών αποτελεί απειλή για το οικοσύστημα.Η γενετική τροποποίηση στα φυτά μπορεί να έχει «παράπλευρες» επιδράσεις σε μηστοχευμένους οργανισμούς και να επηρεάσει μακροπρόθεσμα την ανθεκτικότητα μιας καλλιέργειας, αλλά και τις οικολογικές ισορροπίες, σύμφωνα με την επιστημονική έρευνα.
Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γενετική τροποποίηση μπορεί να αλλάξει τα επίπεδα των χημικών ουσιών που παράγονται –υπό κανονικές συνθήκες, στα συμβατικά φυτά– ως μηχανισμοί φυτικής άμυνας. Δεδομένου ότι η ανάπτυξη γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών επικεντρώνεται περισσότερο στη βελτίωση των αποδόσεων παρά στην αντοχή κατά των παρασίτων, είναι εξαιρετικά πιθανό να οδηγηθούμε σε μείωση των ουσιών των γενετικά τροποποιημένων φυτών που θα αντέχουν στα παρασιτοκτόνα.
Οι τροφικές σχέσεις μεταξύ φυτών, μικροοργανισμών εδάφους, σκουληκιών, μικροβιακών ειδών, αρθροπόδων και παρασίτων του εδάφους, μπορούν να επηρεαστούν από τις αλλαγές στη δομή ή τη σύνθεση των φυτών κατά τη διάρκεια πολλαπλών καλλιεργητικών περιόδων. Μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαιο ότι θα φέρει σοβαρές αλλαγές στην ισορροπία ενός οικοσυστήματος. Συνεπώς, οι επιστήμονες προτείνουν να εξετάζεται ανά περίπτωση ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος της εκάστοτε απόπειρας γενετικής τροποποίησης.
Από την πλευρά του, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η αρχή της προφύλαξης, η οποία προϋποθέτει επιστημονική αβεβαιότητα αναφορικά με την ύπαρξη ορισμένου κινδύνου, δεν αρκεί για να καταστήσει δυνατή τη λήψη τέτοιων μέτρων. Αν και η εν λόγω αρχή μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων διαχείρισης του κινδύνου στον τομέα των τροφίμων εν γένει, εντούτοις δεν επιτρέπει τη μη εφαρμογή ή την τροποποίηση, δια της αμβλύνσεώς τους, των προϋποθέσεων που προβλέπονται για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα, για τα οποία έχει ούτως ή άλλως διενεργηθεί πλήρης επιστημονική αξιολόγηση, προτού επιτραπεί η διάθεσή τους στην αγορά.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, αφού πληροφορήσει επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης και εφόσον αυτή δεν έχει ενεργήσει, να λάβει τέτοια μέτρα σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, μπορεί να διατηρήσει ή να ανανεώσει τα μέτρα αυτά, μέχρι την έκδοση από την Επιτροπή αποφάσεως που να επιβάλλει την παράταση, την τροποποίηση ή την κατάργησή τους.