εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Ο Ρόλος της Φέτας στη Βιωσιμότητα της Ελληνικής Αιγοπροβατοτροφίας
Ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας είναι ο σημαντικότερος από τους τέσσερις βασικούς κλάδους της κτηνοτροφικής παραγωγής στη χώρα μας (Βοοτροφία, Αιγοπροβατοτροφία, Χοιροτροφία, Πτηνοτροφία) καλύπτοντας το 85% και το 76% των αναγκών της Χώρας σε αιγοπρόβειο γάλα και κρέας αντίστοιχα.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) όπου το παραγόμενο αιγοπρόβειο γάλα (60%) υπερτερεί του αγελαδινού γάλακτος (40%), κατέχοντας την πρώτη θέση (30%) στη συνολική ποσότητα του παραγόμενου αιγοπρόβειου γάλακτος στην Ε.Ε.
Η κοινωνικοοικονομική σημασία της αιγοπροβατοτροφίας είναι εξαιρετικά μεγάλη για τη χώρα μας διότι:
- Απασχολούνται περί τις 100.000 οικογένειες που στηρίζουν την επιβίωσή τους σε αυτή τη δραστηριότητα, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου, ενώ εκτιμάται ότι 350.000 περίπου εργαζόμενοι εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με το συγκεκριμένο κλάδο (τυροκομεία, μεταφορές, εμπορία ζωοτροφών, γαλακτοκομικών κ.ά.).
- Εξασφαλίζει πολύτιμη πρώτη ύλη για τη λειτουργία εκατοντάδων τυροκομείων που παράγουν προϊόντα υψηλής βιολογικής αξίας και ποιότητας, με εξαιρετικά οργανοληπτικά και διαιτητικά χαρακτηριστικά λόγω: α. της βιοποικιλότητας και της υψηλής περιεκτικότητας της βοσκήσιμης ύλης σε αιθέρια έλαια, αντιοξειδωτικά, ακόρεστα λιπαρά οξέα (π.χ. CLA) και β. της υψηλού επιπέδου παραδοσιακής τεχνογνωσίας που διαθέτουν οι τυροκόμοι μας.
- Αξιοποιεί σε μεγάλο ποσοστό τη φυσική βλάστηση των ημιορεινών και ορεινών βοσκοτόπων μας, εξασφαλίζοντας τροφή υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους, την οποία μετατρέπει σε πολύτιμα κτηνοτροφικά προϊόντα (γάλα, κρέας) συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την αποτροπή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος από διάβρωση, υποβόσκηση, εγκατάλειψη κ.λπ.
Το 80% (κατά μέσον όρο) του εισοδήματος των αιγοπροβατοτρόφων προέρχεται από το γάλα και το υπόλοιπο 20% από το κρέας, του οποίου δυστυχώς η τιμή είναι όλο και πιο χαμηλή και δεν καλύπτει ούτε το κόστος παραγωγής του.
Το αιγοπρόβειο γάλα χρησιμοποιείται για παρασκευή τυριών σε ποσοστό περί το 85% και το υπόλοιπο 15% για παρασκευή γιαούρτης και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων. Η Ελλάδα κατέχει την 5η θέση με 101 προϊόντα, εκ των οποίων τα 20 είναι τυριά, που η Ε.Ε. έχει καταχωρίσει ως Π.Ο.Π. /Π.Γ.Ε., με 1η την Ιταλία.
Η φέτα κατέχει την 5η θέση μεταξύ των 251 τυριών Π.Ο.Π. της Ε.Ε., με μέση ετήσια παραγωγή τους 120.000 τόνους από 500 τυροκομεία. Το 85% της ποσότητας των τυριών που παράγεται στη χώρα μας παρασκευάζεται από αιγοπρόβειο γάλα. Στην Ελλάδα παράγεται το 28% της φέτας που διακινείται παγκοσμίως, ενώ το υπόλοιπο 72% αποτελεί απομιμήσεις, που αντικειμενικά πρόκειται για «λευκό τυρί άλμης» και όχι φέτα.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα αντιπροσωπεύουν το 8% του συνόλου των αγροτικών προϊόντων που εξάγονται, με τη φέτα να αντιπροσωπεύει το 98% των τυριών που εξάγονται με μέση ετήσια αύξηση 16%. Σημειωτέον ότι για 8 από τα 20 Π.Ο.Π. τυριά της χώρας μας δεν υπάρχει ζήτηση από το εξωτερικό. Το 40% της παραγόμενης φέτας μας, αξίας περί τα 370 εκατ. ευρώ, εξάγεται σε 56 χώρες, με κυριότερες τη Γερμανία (33,3%), το Ηνωμένο Βασίλειο (15,2%), την Ιταλία (11,1%), τις ΗΠΑ (5,3%) και την Αυστραλία (3,2%).
Η φέτα, λοιπόν, ως ο κυριότερος εκπρόσωπος των τυριών, θεωρείται εμβληματικό εθνικό προϊόν για την Ελλάδα, καθώς ταυτίζεται με τη διατροφική παράδοση και γαστρονομία της χώρας μας και συνδέεται άμεσα με τα έθιμα και την ιστορία μας.
Είναι το δημοφιλέστερο παραδοσιακό τυρί και το πλέον φημισμένο ελληνικό προϊόν, το οποίο συνιστά ένα επώνυμο εξαγώγιμο προϊόν. Για την Ελλάδα, με βάση όλα τα παραπάνω στοιχεία που αναφέρθηκαν, η φέτα αποτελεί ένα σημαντικότατο πεδίο παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας, σε διεθνές επίπεδο, σε μία διαρκώς διευρυνόμενη παγκόσμια αγορά. Από τις 300 επιχειρήσεις παραγωγής τυριών Π.Ο.Π., που είναι καταχωρισμένες στο Σύστημα Ελέγχου και Πιστοποίησης του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, οι 245 είναι πιστοποιημένες για την παραγωγή φέτας.
Όταν, λοιπόν, η απορρόφηση της φέτας από την αγορά επιβραδύνεται ή μειώνεται, η άμεση συνέπεια είναι η πτώση της τιμής του αιγοπρόβειου γάλακτος για τον κτηνοτρόφο και η αμέσως επόμενη η μειωμένη απορρόφησή του από τα τυροκομεία και τη γαλακτοβιομηχανία. Η δεύτερη συνέπεια είναι προφανώς χειρότερη της πρώτης, αλλά και οι δύο επηρεάζουν καθοριστικά τη βιωσιμότητα των αιγοπροβατοτροφικών μονάδων. Το σενάριο αυτό δυστυχώς εκτυλίσσεται και επιβεβαιώνεται την τρέχουσα παραγωγική περίοδο (2017-2018), δεδομένου ότι τα υψηλά αποθέματα «λευκού τυριού» που δημιουργήθηκαν πέρυσι από το πλεόνασμα του χαμηλού κόστους εισαγόμενου αγελαδινού γάλακτος ή από το, επίσης χαμηλού κόστους, εισαγόμενο πρόβειο γάλα επηρέασαν αρνητικά τη διακίνηση και απορρόφηση της φέτας, με αποτέλεσμα οι τιμές διάθεσης του εγχώριου αιγοπρόβειου γάλακτος να μην καλύπτουν το κόστος παραγωγής του.
Οι κτηνοτρόφοι από την πλευρά τους, μη έχοντας ουσιαστικά εναλλακτικές λύσεις, ή θα περιορίσουν τον αριθμό των παραγωγικών τους ζώων ή θα διακόψουν εντελώς τη λειτουργία των μονάδων τους ή θα μειώσουν τη διατροφή των ζώων για να μειώσουν την παραγόμενη ποσότητα γάλακτος και να περιορίσουν τη ζημιά που υφίστανται στο ελάχιστο δυνατό. Σε όλες, όμως, τις παραπάνω περιπτώσεις απειλείται η οικονομική βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεών τους με απώτερες συνέπειες τη μείωση του εκτρεφόμενου στη χώρα μας ζωικού κεφαλαίου, τη μείωση της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος (άρα και της φέτας) και ενδεχομένως τη διακοπή λειτουργίας και κάποιων τυροκομείων με ό,τι τα παραπάνω συνεπάγονται για τον ζωτικής σημασίας κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας, και κατ’ επέκταση της εθνικής μας οικονομίας.
Άλλωστε, οι συνέπειες αυτές επιβεβαιώθηκαν στην περίπτωση του αγελαδινού γάλακτος, λόγω της πτώσης της τιμής του τα έτη 2016 και 2017, τόσο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όσο και στην Ελλάδα. Συμπερασματικά, λοιπόν, η απορρόφηση της φέτας, που επηρεάζει άμεσα την τιμή του αιγοπρόβειου γάλακτος στον κτηνοτρόφο-παραγωγό, παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική βιωσιμότητα του κλάδου της αιγοπροβατοτροφίας. Η ευχή που εκφράζεται είναι η κρίση αυτή να μη συνεχιστεί και την επόμενη παραγωγική περίοδο (2018-2019), διότι οι απώλειες σε όλα τα επίπεδα (κτηνοτρόφοι, τυροκομεία, ζωοτροφές) θα είναι τεράστιες και ενδεχομένως μη αναστρέψιμες. Για να μη συνεχιστεί όμως πρέπει να απορροφηθούν άμεσα τα αποθέματα της φέτας.
ΓΡΑΦΕΙ Ο Γεώργιος Ζέρβας Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Πρόεδρος της Ελληνικής Ζωοτεχνικής Εταιρείας, Πρόεδρος της Ελληνικής Γεωργικής Ακαδημίας)