εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Μεταρρύθμιση της ΚΑΠ 2014-2010
Το αµέσως επόµενο διάστηµα αποτελεί µια πολύ καλή ευκαιρία για µια ριζική και ουσιαστική µεταρρύθµιση στην ΚΑΠ, η οποία πλέον θα πρέπει να αποκτήσει νέο χαρακτήρα και σκοπό εστιάζοντας στην ανάπτυξη των χωριών και της επαρχίας ανεξάρτητα από την αγροτική δραστηριότητα.
Αυτά υποστήριξε ο πρώην Επίτροπος για θέµατα Γεωργίας, Φραντς Φίσλερ.
Από την άλλη πλευρά η Αυστριακή υπουργός Βιωσιµότητας και Τουρισµού, Ελίζαµπεθ Κόεστινγκερ, στην αρµοδιότητα της οποίας εµπίπτουν και τα αγροτικά ζητήµατα της χώρας, διατυπώνει την αγωνία που επικρατεί στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τονίζοντας την ανάγκη συµβιβασµού µεταξύ των κρατών µελών για µια ΚΑΠ που θα ικανοποιεί σε µεγάλο βαθµό τα συµφέροντα του κάθε µέλους.
Ενώ, οι βιοκαλλιεργητές της Ευρώπης, στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου για την ΚΑΠ μετά το 2020, κατέθεσαν τις προτάσεις τους για τη στήριξη και την ανάπτυξη της παραγωγής και της αγοράς βιολογικών προϊόντων στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των αγορών.
Ως κεντρικά ζητήματα αναδεικνύουν τη διασφάλιση της χρηματοδότησης, αλλά και την αναθεώρηση των προτεραιοτήτων που τίθενται στα προγράμματα Περιφερειακής Ανάπτυξης, ώστε να διευκολυνθεί η ενασχόληση περισσότερων καλλιεργητών με τον τομέα.
Είναι σαφές από την παράθεση των παραπάνω απόψεων, ότι επικρατεί μια διαφορά στις απόψεις όσων εμπλέκονται στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της ΚΑΠ και της εν γένει αγροτικής πολιτικής.
Ο κ. Φίσλερ διαφωνεί με το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε ουσιαστικά το κούρεµα του δεύτερου πυλώνα προς όφελος των άµεσων ενισχύσεων, λογική που απέδωσε στην έµφαση που δίνουν τα περισσότερα νέα κράτη µέλη, κυρίως για τις µεγάλες εκµεταλλεύσεις, µια πίεση στην οποία ενέδωσαν τελικά οι Βρυξέλλες.
Συγκεκριµένα σε συνέντευξή του στην Agrenda, εξήγησε ότι «θα ήταν καλύτερο για την Ελλάδα, στην ύπαιθρο, στα χωριά, όχι µόνο να γίνονται επενδύσεις στην γεωργία, αλλά επενδύσεις και στον τοµέα των υπηρεσιών, στις υποδοµές, στην εκπαίδευση µε νέα σχολεία, στο κοινωνικό σύστηµα εν γένει», ενώ παραθέτοντας το παράδειγµα της αυστριακής υπαίθρου, επιχειρηµατολόγησε υπέρ µιας γεωργίας µερικής απασχόλησης, µε επενδύσεις που προσφέρουν αφενός περισσότερες εργασιακές ευκαιρίες στους κατοίκους της υπαίθρου και ένα καλύτερο επίπεδο ζωής, και αφετέρου απαιτούν χαµηλότερες δηµόσιες δαπάνες.
«Υπάρχει ένα ξεκάθαρο µήνυµα, ο πληθυσµός της ευρωπαϊκής υπαίθρου µέσα στα επόµενα 15 χρόνια θα µειωθεί στο µισό, από 200 εκατ. κατοίκους που είναι σήµερα, στους 100 εκατ.. Η Κοµισιόν θα έπρεπε να κινητοποιηθεί, όµως δεν βλέπω να κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση», ανέφερε, υπογραµµίζοντας: «η αντιµετώπιση των αιτιών σηµαίνει επενδύσεις στις υποδοµές, και παροχή θέσεων εργασίας όχι µόνο στη γεωργία».
Η κ. Κόεστινγκερ, δηλώνει: «Θα έδινα µια συµβουλή στα υπόλοιπα κράτη-µέλη, και αυτή είναι να προσπαθήσουµε σκληρά προκειµένου να διατηρήσουµε αυτό το νοµοθετικό πλαίσιο, κάνοντας και µερικούς συµβιβασµούς, αφού αποτελεί µια από τις µεγαλύτερες επιτυχίες της ΕΕ µέχρι τώρα», ανέφερε η κα. Κόεστινγκερ, συµπληρώνοντας πως «µπορούµε να συζητήσουµε τι χρειαζόµαστε πιο πολύ τον πρώτο ή τον δεύτερο πυλώνα; τις άµεσες πληρωµές ή την ανάπτυξη της υπαίθρου; όµως δεν πρέπει σε καµία περίπτωση να αµφισβητούµε την ΚΑΠ στο σύνολό της γιατί συνιστά παράγοντα ζωτικής σηµασίας για την ΕΕ».
Οι βιοκαλλιεργητές θεωρούν, ότι για την ανάπτυξη και τη διατήρηση της ισορροπίας στην αγορά των βιολογικών προϊόντων, σημαντικό κρίνουν τον ρόλο των συνεργατικών δομών, δηλαδή των συνεταιρισμών και των ομάδων παραγωγών, στην επίτευξη της καλύτερης συγκέντρωσης, διαχείρισης και διανομής των προϊόντων βιοκαλλιέργειας. Με τον τρόπο αυτόν, θα βελτιώνεται η επιρροή των παραγωγών στη διατροφική αλυσίδα, αλλά και θα αποδίδεται δικαιότερο εισόδημα στον βιοκαλλιεργητή με μεγαλύτερο μερίδιο της προστιθέμενης αξίας.
Επιπλέον, εκτός από την αναγνώριση μίας ενιαίας οργάνωσης βιοκαλλιεργητών για όλα τα προϊόντα, χρήσιμη κρίνεται η δημιουργία μίας ευρείας βάσης δεδομένων βιολογικής καλλιέργειας όπου θα παρέχονται στοιχεία αξιόπιστα και διαφανή από όλα τα κράτη-μέλη. Τέλος, ζωτικής σημασίας κρίνουν την ανάπτυξη της έρευνας, ώστε να προκύψουν νέες εισροές στον κλάδο, καθώς και στην προώθηση και στην επισήμανση των βιολογικών προϊόντων, αλλά και στην ευαισθητοποίηση των καταναλωτών, μέσω προγραμμάτων πληροφόρησης.