εγγραφείτε: Άρθρα

leader

Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Ασφάλεια των Τροφίμων

0 comments
Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Ασφάλεια των Τροφίμων

 

Οι στόχοι της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ασφάλεια των τροφίμων είναι δύο: η προστασία της ανθρώπινης υγείας και των συμφερόντων των καταναλωτών και η προώθηση της καλής λειτουργίας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. 

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μεριμνά για τη θέσπιση και την τήρηση προτύπων ελέγχου στους τομείς της υγιεινής ζωοτροφών και τροφίμων, της υγείας των ζώων, της υγείας των φυτών και της πρόληψης της μόλυνσης των τροφίμων από εξωτερικές ουσίες. Η Ένωση ρυθμίζει επίσης τη σήμανση τροφίμων και ζωοτροφών.

Νομική βάση

Άρθρο 43, άρθρο 114, άρθρο 168 παράγραφος 4 και άρθρο 169 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γενικό πλαίσιο

Μετά από μια σειρά κρίσεων στον τομέα των τροφίμων και των ζωοτροφών (π.χ. εμφάνιση της ΣΕΒ και η ανησυχία για τις διοξίνες), πραγματοποιήθηκε μία εκ βάθρων μεταρρύθμιση της πολιτικής της ΕΕ για την ασφάλεια των τροφίμων στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Καθορίστηκε η προσέγγιση «από το αγρόκτημα στο τραπέζι», με την οποία εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο ασφάλειας σε όλα τα στάδια της διαδικασίας παραγωγής και διανομής για όλα τα τρόφιμα που τίθενται σε εμπορία εντός της ΕΕ, είτε παράγονται στην ΕΕ είτε εισάγονται από τρίτες χώρες. Αυτό το τμήμα της νομοθεσίας αποτελεί ένα περίπλοκο και ολοκληρωμένο σύστημα κανόνων που καλύπτει όλους τους συνδέσμους στην τροφική αλυσίδα.

Επιτεύγματα

Α. Γενική νομοθεσία

Οι γενικές αρχές της τρέχουσας νομοθεσίας στον τομέα των τροφίμων τέθηκαν σε ισχύ το 2002 με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002. Με αυτόν τον κανονισμό-πλαίσιο θεσπίστηκε επίσης η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ), αρμοδιότητα της οποίας είναι η αξιολόγηση όλων των κινδύνων που σχετίζονται με την τροφική αλυσίδα και η ενημέρωση σχετικά με αυτούς. Ο κανονισμός λαμβάνει υπόψη την «αρχή της πρόληψης», καθορίζει μία προσέγγιση αξιολόγησης κινδύνου και θεσπίζει γενικές διατάξεις για την επιβολή της ιχνηλασιμότητας τροφίμων και ζωοτροφών. Ο κανονισμός επίσης θεσπίζει το σύστημα ταχείας ειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές (RASFF), το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή να ανταλλάσσουν ταχύτατα πληροφορίες και να συντονίζουν τις ενέργειές τους για την αντιμετώπιση κινδύνων για την υγεία από τρόφιμα ή ζωοτροφές.

Β. Υγιεινή των τροφίμων

Τον Απρίλιο του 2004, ως τμήμα της προσέγγισης «από το αγρόκτημα στο τραπέζι» εγκρίθηκε ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο γνωστό ως δέσμη για την υγιεινή (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 σχετικά με την υγιεινή των τροφίμων, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, που καθόριζε επίσης ειδικούς κανόνες για το φρέσκο κρέας τα δίθυρα μαλάκια, το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα). Η δέσμη αυτή καθιστά άμεσα υπεύθυνους για την υγιεινή των τροφίμων τους διάφορους παράγοντες που εμπλέκονται στην τροφική αλυσίδα μέσω ενός αυτορυθμιζόμενου συστήματος με τη χρήση της μεθόδου HACCP («ανάλυση κινδύνων και κρίσιμων σημείων ελέγχου»), πέραν από επίσημους ελέγχους οι οποίοι πρέπει να πραγματοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές, όπως καθορίζεται στον κανονισμό αριθ. 854/2004 όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό αριθ. 882/2004.

Γ. Μόλυνση των τροφίμων

  1. Ασφαλή τρόφιμα

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου εγκρίθηκε με σκοπό να διασφαλιστεί ότι δεν διατίθενται στην αγορά τρόφιμα που περιέχουν μη αποδεκτές ποσότητες ουσιών που επιμολύνουν. Τα όρια που εφαρμόζονται επί του παρόντος για τις κυριότερες ουσίες που επιμολύνουν τα τρόφιμα καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, που θεσπίζει μέγιστα επίπεδα για ορισμένες ουσίες που επιμολύνουν τα τρόφιμα (όπως νιτρικά, μυκοτοξίνες, βαρέα μέταλλα και διοξίνες), και απαιτεί την τακτική τους επανεξέταση.

  1. Ανώτατα όρια καταλοίπων

Τα κατάλοιπα σε τρόφιμα είναι δυνατό να προέρχονται από φυτοφάρμακα ή κτηνιατρικές επεξεργασίες και βιοκτόνα. Τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων ρυθμίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005, ο οποίος, αντικαθιστώντας προηγούμενες νομοθετικές πράξεις, θέτει τους κανόνες για όλα τα γεωργικά προϊόντα. Τα ανώτατα όρια καταλοίπων και οι ουσίες που υπόκεινται σε ρυθμίσεις επικαιροποιούνται περιοδικά από ειδικούς κανονισμούς της Επιτροπής. Όσον αφορά τα κατάλοιπα σε ζώα, οι εγκεκριμένες ουσίες και τα αντίστοιχα ανώτατα όρια καταλοίπων τους αναφέρονται στον κανονισμό 37/2010 σχετικά με φαρμακολογικώς δραστικές ουσίες και την ταξινόμησή τους όσον αφορά τα ανώτατα όρια καταλοίπων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης.

  1. Μόλυνση που προκαλείται από υλικά τα οποία έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα

Οι κανόνες σχετικά με τα υλικά που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1935/2004. Αυτός ο κανονισμός πλαίσιο καθορίζει τις γενικές απαιτήσεις για όλα τα σχετικά υλικά και είδη, ενώ ειδικά μέτρα σε επίπεδο ΕΕ που περιέχουν πιο λεπτομερείς διατάξεις μπορούν να εγκριθούν για τα 17 υλικά και είδη που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα (FCMs) που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού.

Σε σχέση με τα πλαστικά, για παράδειγμα, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 321/2011 εισήγαγε περιορισμούς σε ό,τι αφορά την Δισφαινόλη Α που χρησιμοποιείται στις πλαστικές φιάλες βρεφικής διατροφής. Μόνο τέσσερα υλικά υπόκεινται επί του παρόντος σε ειδικά μέτρα εκ μέρους της ΕΕ. Για τα άλλα υλικά, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν εθνικές διατάξεις.

Το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκπονεί επί του παρόντος μελέτη για να παράσχει ολοκληρωμένη επισκόπηση της τρέχουσας κατάστασης σε ό,τι αφορά τα FCMs για τα οποία δεν έχουν θεσπισθεί ειδικά μέτρα σε επίπεδο ΕΕ.

Δ. Επισήμανση τροφίμων

  1. Νομοθεσία σχετικά με την επισήμανση τροφίμων

Το νομικό πλαίσιο σχετικά με την επισήμανση τροφίμων έχει σχεδιαστεί ώστε να εγγυάται την πρόσβαση των καταναλωτών σε πλήρη στοιχεία για το περιεχόμενο και τη σύσταση των προϊόντων, προκειμένου να είναι σε θέση να προστατεύουν την υγεία και το υπέρτατο συμφέρον τους. Στις 13 Δεκεμβρίου 2014 ένας νέος κανονισμός (κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011) τέθηκε σε εφαρμογή ο οποίος συνδυάζει δύο οδηγίες σε μία νομοθετική πρόταση.

Αυτά είναι: Οδηγία του Συμβουλίου 2000/13/ΕΚ σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων, και οδηγία του Συμβουλίου 90/496/ΕΚ σχετικά με τους κανόνες επισήμανσης των τροφίμων όσον αφορά τις τροφικές τους ιδιότητες, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία της Επιτροπής 2003/120/ΕΚ.

Η βασική καινοτομία είναι η απαίτηση από τους παραγωγούς να αναφέρουν την παρουσία αλλεργιογόνων σε μη συσκευασμένα τρόφιμα, π.χ. σε εστιατόρια και καντίνες, την προέλευση του μη επεξεργασμένου κρέατος (για ορισμένους τύπους κρέατος πλην του βοδινού του οποίου η προέλευσης είναι ήδη υποχρεωτικό να αναφέρεται), και την παρουσία απομιμήσεων τροφίμων, όπως είναι τα φυτικά προϊόντα που υποκαθιστούν το τυρί ή το κρέας.

Ειδικές διατάξεις σχετικά με τις διατροφικές πληροφορίες σε επεξεργασμένα τρόφιμα θα τεθούν σε ισχύ το 2016.
Ο κανονισμός της Επιτροπής (ΕΕ) αριθ. 1337/2013 καθορίζει τις λεπτομέρειες που απαιτούνται (με ορισμένες εξαιρέσεις) όσον αφορά την ένδειξη του τόπου εκτροφής και τον τόπο σφαγής των προσυσκευασμένων νωπών, διατηρημένων με απλή ψύξη ή κατεψυγμένων κρεάτων χοιροειδών, προβατοειδών, αιγοειδών και πουλερικών. Οι νέοι κανόνες θα ισχύσουν από την 1η Απριλίου 2015.

  1. Ισχυρισμοί περί υγείας και διατροφής, και τρόφιμα για συγκεκριμένες ομάδες

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 καθορίζει το πλαίσιο σχετικά με τους ισχυρισμούς επί θεμάτων διατροφής και υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα.

Η οδηγία 2009/39/ΕΚ θεσπίζει ένα πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για τα διαιτητικά τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων για τα βρέφη και τα παιδιά μικρής ηλικίας, και καθορίζει τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεσή τους, την εμπορία και την επισήμανσή τους προκειμένου να υπάρχουν εγγυήσεις για την ασφάλεια των προϊόντων. Τον Ιούνιο του 2013, το Κοινοβούλιο ενέκρινε νέο κανονισμό σχετικά με τα «Τρόφιμα για Συγκεκριμένες Ομάδες» (FSG) (κανονισμός (ΕΕ) 609/2013), καταργώντας την έννοια μιας ευρείας κατηγορίας «διαιτητικών» τροφίμων χάριν κανόνων για συγκεκριμένες ομάδες: τρόφιμα για βρέφη και μικρά παιδιά, τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς και υποκατάστατα του συνόλου του διαιτολογίου για τον έλεγχο του σωματικού βάρους. Η νομοθεσία αυτή θα τεθεί σε εφαρμογή τον Ιούλιο του 2016.

Ε. Πρόσθετα τροφίμων και αρωματικές ουσίες

  1. Δέσμη μέτρων για τα βελτιωτικά τροφίμων (FIAP)

Τα πρόσθετα τροφίμων είναι ουσίες που συνήθως δεν καταναλώνονται αυτούσιες, και οι οποίες προστίθενται σκοπίμως στα τρόφιμα για να λειτουργήσουν με συγκεκριμένο τρόπο (για παράδειγμα χρωστικές ουσίες, γλυκαντικές ουσίες ή συντηρητικά). Το 2008 εγκρίθηκε μία νέα δέσμη νομοθετικών μέτρων με τέσσερις κανονισμούς ((ΕΚ) αριθ. 1331/2008, 1332/2008, 1333/2008 και 1334/2008), σχετικά με τη διαδικασία αδειοδότησης, τους όρους χρήσης και την επισήμανση για τα πρόσθετα, τα ένζυμα και τα αρτύματα τροφίμων.

  1. Συμπληρώματα διατροφής και προσθήκη βιταμινών και ανόργανων στοιχείων

Η οδηγία 2002/46/ΕΚ θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες για την επισήμανση των συμπληρωμάτων διατροφής και εισάγει ειδικούς κανόνες για την περιεκτικότητά τους σε βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 εναρμονίζει τις διατάξεις που ορίζονται στα κράτη μέλη για την προσθήκη στα τρόφιμα βιταμινών, ανόργανων στοιχείων και άλλων ουσιών.

ΣΤ. Υγεία των ζώων και των φυτών

Οι κανόνες της ΕΕ περιλαμβάνουν γενικές διατάξεις σχετικά με την εποπτεία (οδηγία 2003/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου), την κοινοποίηση (οδηγία 82/894/ΕΟΚ του Συμβουλίου) και την αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών και των φορέων τους (οδηγία 92/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου).

Το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων έχει θεσπιστεί μέσω του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων σχετικά με τη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων. Τον Μάιο του 2013, η Επιτροπή παρουσίασε μία νέα δέσμη νομοθετικών μέτρων, η οποία περιλαμβάνει προτάσεις σχετικά με την υγεία των ζώων και των φυτών, το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό και τους επίσημους ελέγχους.

Η δέσμη μέτρων παρέχει μία προσέγγιση βασισμένη περισσότερο στον κίνδυνο για την προστασία της υγείας, η οποία έχει ως στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των επίσημων ελέγχων προκειμένου να αποφεύγονται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οι κρίσεις και οι απάτες στον τομέα των τροφίμων. Η νέα νομοθεσία της ΕΕ για την Υγεία των Ζώων (κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 σχετικά με τις μεταδοτικές ασθένειες) εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2016.
Η έναρξη ισχύος του νέου φυτοϋγειονομικού καθεστώτος αναμένεται ως το τέλος του 2016, ενώ ο νέος κανονισμός σχετικά με τους επίσημους ελέγχους βρίσκεται ακόμα υπό διαπραγμάτευση.

Ζ. Νομοθεσία για τις ζωοτροφές και την επισήμανσή τους

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 διέπει την υγιεινή των ζωοτροφών. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2009, ο οποίος εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2009, συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τμήμα της νομοθεσίας που αφορά την επισήμανση και την εμπορία των ζωοτροφών.

Η οδηγία 2002/32/ΕΚ σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές περιλαμβάνει τα ανώτατα όρια για την παρουσία βαρέων μετάλλων και απαγορεύει την αραίωση μολυσμένων πρώτων υλών. Η οδηγία 2002/70/ΕΚ καθορίζει τις απαιτήσεις για τον προσδιορισμό των επιπέδων διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στις ζωοτροφές.

Τόσο τα κτηνιατρικά φάρμακα (τα οποία διέπονται, ειδικότερα, από την οδηγία 2001/82/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004) όσο και οι φαρμακούχες ζωοτροφές (οδηγία 90/167/ΕΟΚ) ευρίσκονται επί του παρόντος υπό αναθεώρηση.

Η. Νέα τρόφιμα

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 προέβλεπε ότι τα νέα τρόφιμα (δηλαδή αυτά που δεν καταναλώνονταν σε σημαντικό βαθμό πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού) έπρεπε να υπόκεινται σε αξιολόγηση ασφαλείας πριν τη διάθεσή τους στο εμπόριο εντός της ΕΕ.

Ο εν λόγω κανονισμός ενσωματώθηκε στη συνέχεια στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1852/2001. Το 2008 η Επιτροπή παρουσίασε πρόταση για την επικαιροποίηση της νομοθεσίας σχετικά με τα νέα τρόφιμα, αλλά, εξαιτίας μιας διαφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον τρόπο ρύθμισης των τροφίμων που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα, καμία νέα νομοθεσία δεν τέθηκε σε ισχύ. Τον Δεκέμβριο του 2013, η Επιτροπή παρουσίασε καινούργια πρόταση. Το 2015, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέληξαν τελικά σε συμφωνία, με το νέο κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283 να τίθεται σε ισχύ στις 31 Δεκεμβρίου 2015. Έως ότου η ειδική νομοθεσία για τα τρόφιμα που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα τεθεί σε ισχύ, παρόμοια τρόφιμα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να επισημαίνονται κατάλληλα.

Θ. Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί (ΓΤΟ)

Ο ΓΤΟ είναι «ένας οργανισμός, εξαιρουμένων των ανθρώπινων όντων, του οποίου το γενετικό υλικό έχει τροποποιηθεί κατά τρόπο που δεν συμβαίνει φυσιολογικά με τη σύζευξη ή/και το φυσιολογικό ανασυνδυασμό». Η οδηγία 2001/18/ΕΚ σχετικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον διέπει την καλλιέργεια και την εμπορία τους, και, σε συνδυασμό, με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1830/2003, καθορίζει το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης σε αυτόν τον τομέα (συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής επισήμανσης των τροφίμων που παράγονται ή περιέχουν ΓΤΟ).
Με την έγκριση της καλλιέργειας της πατάτας Amflora τον Μάρτιο του 2010, η Επιτροπή έθεσε τέλος στην αναστολή της νέας καλλιέργειας ΓΤΟ που ίσχυε από το 1998. Τον Ιανουάριο του 2015, εγκρίθηκε νέα νομοθεσία (οδηγία (ΕΕ) 2015/412) που τροποποιούσε στην οδηγία 2001/18/ΕΚ, ώστε να επιτραπεί στα κράτη μέλη της ΕΕ να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την καλλιέργεια φυτών που περιείχαν γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ) στην επικράτειά τους, ακόμη και εάν αυτό επιτρεπόταν σε επίπεδο ΕΕ.

Η νομοθεσία υποβλήθηκε για πρώτη φορά το 2010, αλλά στη συνέχεια υπήρχε αδιέξοδο για τέσσερα χρόνια λόγω της διαφωνίας μεταξύ των κρατών μελών που ήταν υπέρ και αυτών που ήταν κατά των ΓΤΟ. Τον Απρίλιο του 2015, η Επιτροπή πρότεινε συμπληρωματική νομοθεσία για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη χρήση γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών στην επικράτειά τους. Η πρόταση απερρίφθη από το Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 2015, διότι, μεταξύ άλλων, δεν περιελάμβανε απουσία αξιολόγησης των επιπτώσεων, το θέμα της συμβατότητα των μέτρων που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη με την εσωτερική αγορά και τους κανόνες του ΠΟΕ, καθώς και τη δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής της πρότασης. Το Συμβούλιο δεν έχει ακόμη λάβει επίσημη θέση σχετικά.

Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης κρίσεων, όπως αυτή της ΣΕΒ το 1996 ή του αφθώδους πυρετού το 2002, δημιουργήθηκαν προσωρινές επιτροπές για να εξετάσουν εικαζόμενες ελλείψεις στην εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Το Κοινοβούλιο είναι επίσης ιδιαιτέρως προσεκτικό όσον αφορά τις απειλές για την υγεία των καταναλωτών που σχετίζονται με τα κλωνοποιημένα ζώα και τα νανοϋλικά.

Προκειμένου να διασφαλισθεί μεγαλύτερη διαφάνεια σε όλη την αλυσίδα τροφίμων και να ενημερώνονται καλύτερα οι Ευρωπαίοι καταναλωτές, το Κοινοβούλιο σε ψήφισμα που ενέκρινε τον Μάιο του 2016, επανέλαβε την έκκλησή του προς την Επιτροπή-όπως το είχε ήδη πράξει κατά το παρελθόν-να παρουσιάσει νομοθετικές προτάσεις για υποχρεωτική ένδειξη της καταγωγής, ειδικότερα όσον αφορά το κρέας το οποίο χρησιμοποιείται ως συστατικό σε επεξεργασμένα τρόφιμα.

Αυτό θα πρέπει επίσης να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών την επαύριο του σκανδάλου του αλογίσιου κρέατος και άλλων κρουσμάτων απάτης στον τομέα των τροφίμων.