εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Η Πορεία της Αγοράς του Αγελαδινού Γάλακτος μετά την Κατάργηση των Ποσοστώσεων
Η κατάργηση του καθεστώτος των ποσοστώσεων στο αγελαδινό γάλα ήλθε σε μια εποχή αβεβαιότητας για τους αγελαδοτρόφους. Εισήχθη για πρώτη φορά το 1984, σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή παραγωγή αγελαδινού γάλακτος ξεπερνούσε κατά πολύ τη ζήτηση και έτσι το καθεστώς των ποσοστώσεων ήταν το εργαλείο μηχανισμός για τη διαχείριση των πλεονασμάτων (λίμνες γάλακτος). Με διάφορες μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ είχε αυξηθεί η δυναμικότητα του κλάδου, ενώ παράλληλα, προωθήθηκαν διάφορα μέτρα στήριξης των ίδιων των αγελαδοτρόφων.
Κανείς δεν μπορούσε, όμως, να προβλέψει τι θα συνέβαινε ακριβώς μετά την κατάργηση του καθεστώτος των ποσοστώσεων στο αγελαδινό γάλα, αλλά 20 μήνες μετά ο κλάδος της αγελαδοτροφίας βρίσκεται στον «πάτο». Υπάρχουν μεγάλες ποσότητες αδιάθετου αγελαδινού γάλακτος στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο, ενώ οι τιμές είναι τόσο χαμηλές, που κάποιοι κλείνουν τις εκμεταλλεύσεις τους.
Βεβαίως, δεν είναι μόνο οι αγελαδοτρόφοι που υφίστανται τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών, αλλά και άλλοι κλάδοι υποφέρουν, όπως ο κλάδος των σύνθετων ζωοτροφών, αφού μειώνεται σιγά σιγά ο αριθμός των ζώων και επομένως τα χρήματα για να αγορασθούν επιπλέον ζωοτροφές. Οι επιχειρήσεις παρασκευής σύνθετων ζωοτροφών είναι 4.000 περίπου στην ΕΕ και ήδη υφίστανται τις επιπτώσεις. Η ζήτηση για ζωοτροφές ακολουθεί την τιμή του αγελαδινού γάλακτος και είναι λογικό, όταν η τιμή του γάλακτος μειώνεται, να μειώνεται και η ζήτηση για ζωοτροφές. Η ζήτηση για ζωοτροφές μειώθηκε την περίοδο 2014-2015 κατά 0,7%, αναμένεται να φανεί η μείωση για την περίοδο 2015-2016, ενώ αναμένεται η πτώση αυτή να συνεχιστεί και το 2017.
Ο Γεν. Γραμματέας της Ομοσπονδίας των Παρασκευαστών Ζωοτροφών της ΕΕ (European Feed Manufacturers’ Federation – FEFAC), εκφράζει την αισιοδοξία του για άνοδο της τιμής του αγελαδινού γάλακτος και μικρή άνοδο της ζήτησης για ζωοτροφές για την περίοδο 2017-2018. Ήδη, διαφαίνονται κάποια δείγματα σταθεροποίησης στον κλάδο, ως προς τα διεθνή διαθέσιμα.
Η FEFAC κάλεσε την Commission να απομακρύνει τα εμπόδια – πλην των δασμολογικών – στο εμπόριο με την δικαιολογία ότι αυτά αποτελούν κίνδυνο για την πρόσβαση σε ανταγωνιστικές (από πλευράς τιμής) διαθέσιμες ποσότητες ζωοτροφών. Η FEFAC θεωρεί, ότι αυτή πρέπει να είναι προτεραιότητα για την ΕΕ, ώστε να ανακουφιστεί η ήδη πιεσμένη αγορά της παραγωγής αγελαδινού γάλακτος.
Η Commission, παρά την άρνηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διατήρησε στο τραπέζι τη δυνατότητα επιλογής ("opt-out" proposal), για έγκριση Γενετικά Τροποποιημένων ζωοτροφών και τροφίμων, πράγμα που σημαίνει ότι η απορρύθμιση της κοινής αγοράς είναι πολύ πιθανή. Αυτό, σύμφωνα με αναλυτές, σημαίνει ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε αύξηση του κόστους των ζωοτροφών ακόμη και κατά 10% στη ΕΕ, δηλαδή αυξημένο κόστος για τους κτηνοτρόφους σε χώρες όπου με επιλογή τους η μεταλλαγμένη σόγια θα πρέπει να αντικατασταθεί αναγκαστικά με μη μεταλλαγμένη.
Σύμφωνα με τη FEFAC, είναι κρίσιμης σπουδαιότητας, οι κλάδοι της κτηνοτροφίας και των ζωοτροφών να παραμείνουν ανταγωνιστικοί και οι κτηνοτρόφοι να συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση σε ζωοτροφές, ώστε να διατηρηθεί η προβλεψιμότητα της αγοράς, ως βάση για τους κτηνοτρόφους, έτσι που αυτοί να μπορέσουν να ανακτήσουν το μερίδιό τους στις δυναμικές αγορές των ζωοκομικών προϊόντων.
Από την πλευρά του, ο Γεν. Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Γάλακτος λέει, ότι η υπερπαραγωγή γάλακτος αποτελεί ένα ακόμη πρόβλημα στην ήδη κορεσμένη αγορά. Η πολιτική που επικρατούσε στο αγελαδινό γάλα έπρεπε να αλλάξει κι αυτό έγινε αντιληπτό το 2003, όταν άρχισε η απορρύθμιση της αγοράς αγελαδινού γάλακτος. Αυτή η κατάσταση έγινε πιο σαφής το 2015 με την κατάρρευση του συστήματος των ποσοστώσεων. Για να προετοιμαστεί η αγορά για την κατάργηση των ποσοστώσεων έγινε μια αύξηση στα όρια της παραγωγής αγελαδινού γάλακτος κατά 9,8% τις περιόδους 2004-2005 και 2014-2015 με ορατά αποτελέσματα και συγκεκριμένα μια δυσαναλογία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Η κρίση στις τιμές γάλακτος οδήγησε πολλούς αγελαδοτρόφους εκτός αγοράς, ενώ συμπίεσε τα οικονομικά πολλών από τους εναπομείναντες. Από το τέλος των ποσοστώσεων και μετά, η αγορά γάλακτος αντιμετώπισε μια μεγαλύτερη πρόκληση, αυτήν της απουσίας ενός επιτυχημένου εργαλείου για την πρόληψη διαταραχών στον τομέα της παραγωγής γάλακτος, άρα στην προσφορά γάλακτος στην αγορά. Ήδη, από το 2014, οι υψηλότερες τιμές και η αναμονή για μια αγορά χωρίς περιορισμούς προκάλεσε αύξηση της παραγωγής γάλακτος κατά 4,3% σε όλη την ΕΕ. Στη Ν. Ζηλανδία η αύξηση ήταν 10%, ενώ στις ΗΠΑ ήταν 2,4%. Έτσι δημιουργήθηκε μια αγορά πλεονασμάτων γάλακτος 11 εκατομμυρίων τόνων γάλακτος σε όλον τον κόσμο.
Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι ότι σιγά σιγά η αγορά γίνεται και πάλι προβλέψιμη, αλλά οι επιπλέον ποσότητες γάλακτος πιέζουν τις τιμές στην έξοδο του γάλακτος (farm gate price) από τις αγελαδοτροφικές μονάδες. Αυτό ήδη έγινε φανερό από το 2015 λόγω και μιας επιπλέον αύξησης της παραγωγής γάλακτος κατά 2,8% στην ΕΕ. Για να φανεί πόσο δραματικά έχουν πέσει οι τιμές, πρέπει να αναφερθεί, ότι η τιμή του αγελαδινού γάλακτος στις βαλτικές χώρες, το καλοκαίρι του 2015 είχαν πέσει κάτω από τα 20 λεπτά το λίτρο. Το Οκτώβριο του 2015 ακολουθήθηκε ένα πρόγραμμα εθελοντικό για μείωση της παραγωγής του γάλακτος κι αυτό έφερε μια σχετική ισορροπία στην αγορά.
Σύμφωνα με τη γνώμη του Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Γάλακτος, ο τομέας της αγελαδοτροφίας θα συνεχίσει να έχει την τάση να βρίσκεται σε κρίση, όσο δεν θα υπάρχει ένα εργαλείο ρύθμισης της κρίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όσο αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις δεν συμφωνούν για τη δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού, οι τιμές θα ανεβοκατεβαίνουν με τυχαίο τρόπο σε μια αρρύθμιστη αγορά.
Οι τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων ενισχύθηκαν κατά 11% δείχνοντας έτσι μια μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα. Παρ’ όλ’ αυτά, οι ιδιοκτήτες των μονάδων παρασκευής γαλακτοκομικών προϊόντων προβλέπουν ότι το 2017 θα πρέπει να δώσουν καλύτερες τιμές στους αγελαδοτρόφους για να ισορροπήσουν της προσφορά με τη ζήτηση.
Πηγή: 06.01.2017, Wattanet, Chris McCullough (Chris McCullough is a Northern Ireland-based freelance multimedia journalist who has worked in the media industry for the past 15 years. focusing on food, farming and politics).