εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Η Ελληνική Κτηνοτροφία
Σύμφωνα με μελέτη ερευνήτριας του ΚΕΠΕ, η ελληνική κτηνοτροφία βρίσκεται σε οριακό σημείο επιβίωσης, ενώ τα τελευταία χρόνια χάνει σε δυνάµεις λόγω µείωσης της παραγωγής, του ζωικού κεφαλαίου και του εργατικού δυναµικού.
Η χώρα µας είναι ελλειµµατική στα κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα όπως αγελαδινό γάλα, βόειο και χοίρειο κρέας, µε αποτέλεσµα οι εισαγωγές να βαρύνουν το εµπορικό ισοζύγιο και να φτάνουν περίπου στα 2 δισ. ευρώ. Η αθρόα εισαγωγή ζωικών προϊόντων οφείλεται στο ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν παράγονται ανταγωνιστικά λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και όπως διαπιστώνει η µελέτη της ερευνήτριας του ΚΕΠΕ Ιωάννας Ρεζίτη, οι Έλληνες κτηνοτρόφοι πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης της εκµετάλλευσης τους. Η κρισιµότητα στην οποία έχει περιέλθει ο κλάδος γίνεται εύκολα αντιληπτή δεδοµένου ότι η αυτάρκεια στο βόειο κρέας το 1980 ήταν στο 52% και τώρα έχει µειωθεί στο 31% και στο χοίρειο από 95% στο 38%, ενώ συνολικά η αξία της ζωικής παραγωγής συρρικνώθηκε κατά 4%.
Επιπρόσθετα, στο διάστηµα της τετραετίας 2007-2010 το σύνολο του εργατικού δυναµικού στις κτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις µειώθηκε κατά 27%, µε τη µεγαλύτερη µείωση να καταγράφεται στον κλάδο αγελάδων γαλακτοπαραγωγής µε το ποσοστό να φθάνει το 55%. Σύµφωνα µε τη µελέτη, κρίνεται αναγκαία η καθετοποίηση των κτηνοτροφικών µονάδων προκειµένου να εισέλθουν σε τροχιά επιχειρηµατικότητας, ενσωµατώνοντας έτσι τις οικονοµικές δραστηριότητες του δευτερογενή και τριτογενή τοµέα. Προτείνεται, δε η µείωση της γραφειοκρατίας ώστε να διευκολυνθεί η σύσταση οµάδων και οργανώσεων παραγωγών γάλακτος και κρέατος, ο αναπροσανατολισµός της παραγωγής σε πιστοποιηµένα ζωικά προϊόντα αλλά και η καλύτερη οργάνωση στο σύστηµα εµπορίας και προβολής των ζωικών προϊόντων.
Τα περιθώρια ανάπτυξης της κτηνοτροφίας είναι αρκετά µεγάλα, υπογραµµίζει το ΚΕΠΕ, εφόσον η Ελλάδα εκµεταλλευτεί τις θετικές προβλέψεις για αύξηση µέσα στην επόµενη 10ετία της κατανάλωσης σε κρέας και γαλακτοκοµικά στην παγκόσµια αγορά – κυρίως στις αναδυόµενες οικονοµίες – προκειµένου να καλύψει την απόσταση σε θέµατα αυτάρκειας και εξαγωγών.
Δημοσιεύουμε τη μελέτη της ερευνήτριας του ΚΕΠΕ, Ιωάννας Ρεζίτη:
Η ελληνική κτηνοτροφία: υφιστάμενη κατάσταση & προοπτικές
H Ελλάδα είναι χώρα µε µεγάλη παράδοση στην κτηνοτροφία, η οποία αποτελεί βασική κοινωνικο¬οικονοµική δραστηριότητα. Η κτηνοτροφία συµβάλλει ουσιαστικά στην περιφερειακή αγροτική ανάπτυξη και στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου. Επίσης αξιοποιεί ορεινές και ηµιορεινές περιοχές που είναι αδύνατο να αξιοποιηθούν διαφορετικά. Παρ’ όλα αυτά η ζωική παραγωγή συνεισφέρει µόλις το 30% της συνολικής αγροτικής παραγωγής (Agricultural Policy Perspectives, Factsheets, 2014).
Την τελευταία τριετία παρατηρείται φθίνουσα πορεία του κτηνοτροφικού κλάδου λόγω µείωσης της κτηνοτροφικής παραγωγής, µείωση του ζωικού κεφαλαίου και µείωση του εργατικού δυναµικού. Η χώρα µας είναι ελλειμματική στα κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα όπως αγελαδινό γάλα, βόειο και χοίρειο κρέας με αποτέλεσμα οι εισαγωγές σε γάλα και κρέας να βαρύνουν το εμπορικό ισοζύγιο και να φτάνουν περίπου στα 2 δις Ευρώ. Η αθρόα εισαγωγή ζωικών προϊόντων οφείλεται στο ότι τα ζωικά προϊόντα δεν παράγονται ανταγωνιστικά στην Ελλάδα λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής. Οι κτηνοτρόφοι πρέπει να λάβουν υπόψη τους τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης της εκμετάλλευσης και τη μεγάλη σημασία της ορθολογιστικής οργάνωσης της εκμετάλλευσης.
Προτεραιότητα για το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της κτηνοτροφίας μέσω της ανάδειξης της ποιότητας των ζωικών προϊόντων τα οποία θα καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες του καταναλωτή. Βασιζόμενο στις τάσεις της παγκόσμιας αγοράς που φαίνεται ότι ζητά όλο και περισσότερα εκλεκτά προϊόντα ζωικής παραγωγής, το ΥΠΑΑΤ συνεχίζει τις προσπάθειές του, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω, να ενισχύσει την κτηνοτροφία.
Στην Ελλάδα, πριν την 10ετία του 1960 δεν υπήρχαν εκμεταλλεύσεις με αποκλειστική ή κύρια κατεύθυνση τη ζωική παραγωγή, με εξαίρεση κάποιες παραδοσιακής μορφής αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις εκτατικής φύσεως (ποιμενικής και νομαδικής αιγοπροβατοτροφίας) και μερικές αγελαδοτροφικές γύρω από τις μεγάλες πόλεις. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού πληθυσμού συντέλεσε στην αύξηση της ζήτησης ζωικών προϊόντων.
Η αύξηση αυτή συνοδεύτηκε με την εισαγωγή ζωικών προϊόντων και την καθιέρωση κινήτρων για τη δημιουργία αμιγών και συγκροτημένων μονάδων ζωικής παραγωγής. Αποτέλεσμα αυτών υπήρξε η εμφάνιση πρώτα πτηνοτροφικών και στη συνέχεια χοιροτροφικών μονάδων, οι οποίες λειτουργούν υπό ρυθμιζόμενες συνθήκες, δεν διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και δεν συνδέονται άμεσα με την ύπαρξη εδάφους για την παραγωγή ορισμένων χονδροειδών ζωοτροφών, το οποίο στη χώρα μας θεωρείται περιορισμένος συντελεστής. Παράλληλα, έγινε προσπάθεια δημιουργίας βοοτροφικών και αιγοπροβατοτροφικών μονάδων με ζώα μεγάλης παραγωγικότητας και εντατικής εκτροφής εκεί όπου υπήρχαν οι κατάλληλες εκτάσεις για την παραγωγή των παραπάνω χονδροειδών ζωοτροφών, παρά τις δυσμενείς εδαφολογικές συνθήκες της χώρας μας (Κιτσοπανίδης, 2006).
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία των Οικονομικών Λογαριασμών Γεωργίας, για το έτος 2013 η σχέση μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής ως προς την αξία (70/30) παραμένει στα ίδια επίπεδα όπως στη δεκαετία του ’80. Είναι γεγονός ότι η συνεισφορά της ελληνικής κτηνοτροφίας στην ΕΕ-28 είναι μικρή (1,6%) σε αντίθεση με τη συμμετοχή της αιγοπροβατοτροφίας (12,8%), που κατέχει την 4η θέση στην ΕΕ-28.
Συνολικά, στο διάστημα 2011-2013 η αξία της ζωικής παραγωγής μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η αξία της φυτικής παραγωγής μειώθηκε κατά 9,5 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης, το 2013 η αξία της ζωικής παραγωγής μειώθηκε 1,3% με μικρότερο ρυθμό από την αξία της φυτικής παραγωγής (-8,4%). (Πίνακας 1). Από τη συμμετοχή των διαφόρων κλάδων και ζωικών προϊόντων στην ακαθάριστη αξία της ζωικής παραγωγής συνάγεται ότι το σημαντικότερο ζωικό προϊόν είναι το γάλα (11,6%) και ο δυναμικότερος κλάδος της κτηνοτροφίας η αιγοπροβατοτροφία (7%).
Πίνακας 1. Εξέλιξη της αξίας της γεωργικής παραγωγής
Αξία φυτικής παραγωγής Αξία ζωικής παραγωγής Συνολική αξία παραγωγής
Εκατ. € Μεταβολή % Εκατ. € Μεταβολή % Εκατ. € Μεταβολή %
2011 7.079,7 2.835,8 9.915,5
2012 7.012,3 – 0,1 2.767,7 -2,5 9.780,0 -1,4
2013 6.467,3 -8,4 2.732,3 -1,3 9.199,6 -6,3
Πηγή: European Commission, Directorate General for Agriculture and Rural Development and Eurostat
Η κατανομή των ζωικών μονάδων και του ζωικού κεφαλαίου κατά το διάστημα 2010-2012 παρουσιάζεται στον Πίνακα 2. Μεγαλύτερο μερίδιο στο ζωικό κεφάλαιο κατέχουν τα πρόβατα με 61,4%, και οι αίγες με 27%, και ακολουθούν οι χοίροι με 7% και τα βοοειδή με 4,4%, ποσοστά τα οποία παραμένουν ίδια κατά την αναφερόμενη τριετία. Παρατηρούνται λιγότερα αιγοπρόβατα και χοίροι το 2012 σε σχέση με το 2011 αλλά ελαφρά αύξηση (+0,6%) των βοοειδών. Το σύνολο των κτη νοτροφικών εκμεταλλεύσεων κατά την περίοδο 2011/2012 μειώθηκε κατά 1,7%. Μεγαλύτερη συμμετοχή παρατηρείται στις προβατοτροφικές και αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις κατά (45,6%) και (35,8%), αντίστοιχα. Η μείωση στο σύνολο των εκμεταλλεύσεων οφείλεται στη μείωση των εκμεταλλεύσεων των χοιροτροφικών κατά (-4,9%) όσο και των αιγοτροφικών κατά (-3,5%). Παρατηρείται επίσης αύξηση στον αριθμό των βοοειδών, των χοίρων και των αιγών ανά εκμετάλλευση το 2012 σε σχέση με το 2011 και μείωση στον αριθμό των προβάτων ανά εκμετάλλευση (ΕΛ.ΣΤΑΤ. 2014- Πίνακας 2).
Πίνακας 2. Ζωικές εκμεταλλεύσεις και αριθμός ζώων
2010 2011 2012 % 2011/2010 % 2012/2011
Βοοειδή 685.157 680.749 684.825 -0,6 +0,6
Χοίροι 1.118.686 1.119.742 1.099.342 +0,1 -1,8
Πρόβατα 9.791.046 9.780.986 9.586.719 +0,1 -2,0
Αίγες 4.462.034 4.295.864 4.238.515 -3,7 -1,3
Σύνολο 16.056.923 15.877.341 15.609.400 -1,1 -1,7
Ζωικές εκμεταλλεύσεις
2010 2011 2012 % 2011/2010 % 2012/2011
Βοοειδή 17.047 17.170 17.241 +0,7 +0,4
Χοίροι 19.796 20.750 19.724 +4,8 -4,9
Πρόβατα 92.899 91.030 90.911 -0,2 -0,1
Αίγες 72.945 73.938 71.373 +1,4 -3,5
Σύνολο 202.687 202.888 199.249 +0,01 -1,8
Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ
Κατά την τριετία 2010-2013, η συνολική παραγωγή κρέατος μειώθηκε το 2013 κατά 6% σε σχέση με το 2012 (Πίνακας 3). Σημαντικές είναι οι συνολικές μειώσεις που παρουσιάζουν το αιγοπρόβειο κρέας (-23%) και το αίγειο γάλα (-30%) κατά την τριετία 2010/2013.
Πίνακας 3. Εξέλιξη της εγχώριας παραγωγής κρέατος και γάλακτος (χιλ. τόνοι)
Βόειο Χοίρειο Αιγοπρόβειο Πουλερικών Αγελαδινό Πρόβειο Αίγειο
κρέας κρέας κρέας κρέας γάλα γάλα γάλα
2010 58,03 113,72 107,05 178 666 553 152
2011 59,23 115,12 104,76 175,23 642 521 133
2012 56,16 114,63 99,37 181,65 627 497 115
2013 50,12 108,64 85,71 180,47 – – –
Πηγή: Eurostat και ΕΛΟΓΑΚ
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα της τετραετίας 2007-2010 το σύνολο του εργατικού δυναμικού στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκε σημαντικά, κατά -27% (Πίνακας 4). Μεγαλύτερη μείωση υπέστη η απασχόληση στις εκμεταλλεύσεις αγελάδων γαλακτοπαραγωγής κατά -55,5% και ακολουθούν οι εκμεταλλεύσεις θηλαζουσών αγελάδων κατά -30%, αιγοπροβάτων κατά 28,5%, πάχυνσης κατά 24% Η συνολική απασχόληση στις ζωικές εκμεταλλεύσεις από το 2007-2010 παρουσιάζει πτωτική πορεία (-27,5%) σύμφωνα με τα στοιχεία της Μελέτης Διαρθρώσεων Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων. Μεγαλύτερη μείωση εργατικού δυναμικού υπέστησαν οι εκμεταλλεύσεις αγελάδων γαλακτοπαραγωγής και θηλαζουσών κατά -56% και -30%, αντίστοιχα. Ακολουθούν των αιγοπροβάτων (-28,5%), των πουλερικών (-20%) και τέλος των χοίρων (-17%). Οι μειώσεις οφείλονται κυρίως στη μείωση της οικογενειακής εργασίας αλλά και στην εγκατάλειψη της εκμετάλλευσης (περίπτωση γαλακτοπαραγωγών). Η φθίνουσα πορεία της κτηνοτροφικής παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της τροφοδοσίας της ελληνικής αγοράς με εγχώρια ζωικά προϊόντα. Το ποσοστό αυτάρκειας των προϊόντων ζωικής παραγωγής-αλιείας το 2012 ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 76% (ΠΑΣΕΓΕΣ, 2012). Το βόειο κρέας έχει αυτάρκεια 31% από 52% που ήταν το 1980 και το χοίρειο 38% από 95% το 1980. Η αυτάρκεια στο αγελαδινό γάλα ανέρχεται στο 61% και στο αιγοπρόβειο στο 98%. Έτσι προκύπτει ότι η εγχώρια παραγωγή αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες της κατανάλωσης σε προϊόντα ζωικής προέλευσης.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έλλειμμα να καλύπτεται από υψηλές εισαγωγές, οι οποίες διαχρονικά αποτελούν περίπου το 30% των εισαγωγών των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων (Πίνακας 5). Από τις εισαγωγές κρέατος το 75% αφορά κυρίως εισαγωγές βόειου και χοιρινού κρέατος, με κύριες χώρες προέλευσης τη Γαλλία για βόειο και την Ολλανδία για χοιρινό. Σχετικά με τις εισαγωγές γαλακτοκομικών, το τυρί αποτελεί το 52% των εισαγωγών και το γάλα με τα προϊόντα γάλακτος το 35%των εισαγωγών, με κύριες χώρες προέλευσης τη Γερμανία και την Ολλανδία.
Πίνακας 5. Εισαγωγές κυριοτέρων ζωικών προϊόντων
Κρέας Γαλακτοκοµικά Αγροτικά Προϊόντα & Τρόφιµα
σε εκατ. € % σε εκατ. € % σε εκατ. €
2008 1.190 17 809 11 7.054
2009 1.184 19 751 12 6.396
2010 1.127 18 797 13 6.299
2011 1.149 18 821 13 6.461
2012 1.146 18 753 12 6.335
2013 1.122 17 824 13 6.537
Πηγή:Επεξεργασία στοιχείων ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Όσον αφορά τις εξαγωγές ζωικών προϊόντων, το 2013 ένα μικρό μερίδιο 7% του συνόλου των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων κατέχουν τα γαλακτοκομικά, ενώ οι εξαγωγές κρέατος είναι σε αμελητέα επίπεδα. Θετικό στοιχείο στο ελλειμματικό ισοζύγιο των ζωικών προϊόντων (Πίνακας 6) για το 2013 αποτελεί το γεγονός ότι, σε σχέση με το 2009, οι εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 30% λόγω της μεγάλης αύξησης των εξαγωγών σε γιαούρτι (45%) και τυριά (28%). Από τα κρέατα το αιγοπρόβειο είναι το πιο εξαγώγιμο με μερίδιο 30% επί του συνόλου των εξαγωγών κρέατος, με χώρες προορισμού κυρίως την Ιταλία (64%) και την Ισπανία (12%). Το 50% των εξαγωγών γιαουρτιού προωθείται σε Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο και το 60% των εξαγωγών σε τυριά σε Γερμανία, Ηνωμένο Βασιλείο και Ιταλία.
Πίνακας 6. Το ισοζύγιο ζωικών προϊόντων (σε εκατ. €)
Εισαγωγές Εξαγωγές Ισοζύγιο
2008 1.999 374 -1.625
2009 1.934 362 -1.572
2010 1.923 396 -1.527
2011 1.970 401 -1.569
2012 1.899 426 -1.473
2013 1.946 473 -1.473
Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Παγκόσμιες τάσεις της ζωικής παραγωγής
Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προοπτικές των αγορών αγροτικών προϊόντων 2013-2023, αναμένονται θετικές προβλέψεις για το κρέας και τα γαλακτοκομικά στην παγκόσμια αγορά. Υποστηρίζεται ότι η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών τόσο παγκόσμια όσο και στις ευρωπαϊκές χώρες θα οδηγήσει στην αύξηση της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, το κρέας των πουλερικών θα παραμείνει το πιο δυναμικό προϊόν (χάρη στη φθηνότερη τιμή, την αύξηση του πλούτου και την αστικοποίηση), το χοιρινό κρέας θα παραμείνει το πιο προσφιλές στην Ευρώπη, ενώ η κατανάλωση βοδινού και πρόβειου κρέατος αναμένεται να μειωθεί. Ωστόσο η πτηνοτροφία θα πρέπει να ανταγωνιστεί για ζωοτροφές με τις υπόλοιπες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, καθώς και τον τομέα των βιοκαυσίμων, ώστε να εξασφαλίσει την πρόσβαση σε δημητριακά και ελαιούχους σπόρους. Η παγκόσμια ζήτηση για γαλακτοκομικά παραμένει δυναμική κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες.
Αναμένεται ενίσχυση του τομέα των τυριών από μια δυναμική παγκόσμια αγορά και τη σταθερή αύξηση της εγχώριας ζήτησης.
Υπό αυτές τις προοπτικές φαίνεται να διαγράφεται πρόσφορο πεδίο για την αύξηση της εγχώριας παραγωγής στους κλάδους της χοιροτροφίας και της πτηνοτροφίας αλλά και την αύξηση παραγωγής παραδοσιακών τυριών (π.χ. φέτα). Στην επόμενη ενότητα θα εξετάσουμε περιληπτικά τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου, καθώς και τις παρεμβάσεις από την ηγεσία του ΥΠΑΑΤ με σκοπό τη στήριξη της κτηνοτροφίας. Τα προβλήματα της κτηνοτροφίας είναι πολλά και δεν δύναται να εξαντληθούν στο ο παρόν άρθρο.
Προϋποθέσεις και παρεμβάσεις στην ανάπτυξη του κλάδου
Οι εδαφολογικές συνθήκες της χώρας μας δεν ευνοούν την ανάπτυξη όλων των κτηνοτροφικών κλάδων. Το ξηροθερμικό κλίμα και η έλλειψη πεδινών εκτάσεων για βόσκηση καθιστούν την κτηνοτροφία μας ελλειμματική σε γαλακτοκομικά προϊόντα έναντι εκείνης των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών. Σχεδόν όλες οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι οικογενειακές και λειτουργούν υπό καθεστώς εντατικής εκτροφής ζώων και παράγουν συμβατικά προϊόντα τα οποία δεν μπορούν να ανταγωνισθούν στη διεθνή αγορά. Για την παραγωγή ανταγωνιστικών ζωικών προϊόντων ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας υποστηρίζει ότι χρειάζεται αλλαγή στο αναποτελεσματικό και ξεπερασμένο (χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων για προληπτικούς λόγους και περιβαλλοντικά προβλήματα από τα ζωικά απόβλητα) μοντέλο εκτροφής που καθιστά τα προϊόντα μη ανταγωνιστικά.
Η αύξηση της τιμής της σόγιας αλλά και των δημητριακών καρπών λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών των τελευταίων ετών δημιούργησαν ένα τεράστιο πρόβλημα στη λειτουργία, την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Στην Εθνική Συνδιάσκεψη της Κτηνοτροφίας που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) επισημάνθηκε από τον πρόεδρο ότι το κόστος παραγωγής είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της κτηνοτροφίας που επηρεάζει τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητά της. Η μείωση του κόστους παραγωγής και η σταδιακή απεξάρτηση της κτηνοτροφίας από τη σόγια πρέπει να είναι κύριος στόχος για την ανάπτυξη του κλάδου. Προς αυτή την κατεύθυνση το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προωθεί δράσεις με στόχο την παραγωγή ζωοτροφών μέσα από τη συγκαλλιέργεια ψυχανθών με σιτηρά και συγκεκριμένα βίκου με κριθάρι. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ 2014-2020), τα ψυχανθή θα υποστηριχθούν με ένα επιπλέον 2% μέσω της συνδεδεμένης ενίσχυσης. Επίσης τα ψυχανθή ικανοποιούν πλήρως τον κανόνα του «πρασινίσματος» δίνοντας τη δυνατότητα στον παρα γωγό να λάβει τις προβλεπόµενες άµεσες ενισχύσεις . Οι ενισχύσεις «πρασινίζουν» καθώς το 30% του εθνικού δηµοσιονοµικού φακέλου προορίζεται για όσους τηρούν προκαθορισµένες γεωργικές πρακτικές που είναι επωφελείς για το κλίµα και το περιβάλλον (ζώνες ανάσχεσης, αναβαθµίδες, ακαλλιέργητες εκτάσεις, αναδασωµένες περιοχές κ.λ.π.).
Στήριξη του αγροτικού εισοδήµατος σε όλη την παραγωγική διαδικασία επιχειρεί τραπεζικός όµιλος µε µία νέα συµφωνία στον τοµέα της Συµβολαιακής Κτηνοτροφίας (τυροκοµικά). Ειδικότερα εξασφαλίζει στους κτηνοτρόφους την αναγκαία ρευστότητα για την απόκτηση των απαραίτητων ζωοτροφών κατά την περίοδο της συγκοµιδής τους, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει τη διάθεση του παραγόµενου προϊόντος τους.
Ρυθµίσεις για