εγγραφείτε: Άρθρα

leader

Παραγωγή Μελιού

0 comments

 

 
Η παραγωγή μελιού αναμένεται για το 2014 να παρουσιάσει μια μείωση της τάξης του 50%, σε σχέση με τα επίπεδα των 12.000 – 14.000 τόνων μελιού, που ήταν τια τελευταίες χρονιές.
 
 
 
Σε μια από τις χειρότερες χρονιές των τελευταίων 20 ετών, εξελίσσεται η φετινή για τους Έλληνες μελισσοκόμους, καθώς υπολογίζεται ότι η εθνική παραγωγή, λόγω των καιρικών συνθηκών, αλλά και παραμέτρων που χρήζουν επιστημονικής εξήγησης, θα παρουσιάσει μια μείωση της τάξης του 50%, από τα συνήθη επίπεδα των 12.000 – 14.000 τόνων μελιού.

Την ίδια στιγμή, εντείνονται οι ανησυχίες και οι φόβοι για αθρόες εισαγωγές μελιού, που ίσως «βαφτιστούν» ελληνικά, αλλά και για κρούσματα νοθείας, σε βάρος του καταναλωτή. Υπάρχουν, πάντως και ενθαρρυντικά σημάδια, τα οποία έρχονται από τις εξαγωγές, αφού εκτός από τις μεγάλες εταιρείες, στη διαδικασία της τυποποίησης, που σημαίνει υψηλότερη προστιθέμενη αξία, μπαίνουν και μικροί παραγωγοί και συνεταιρισμοί. Ήδη σημαντικές εξαγωγές, της τάξης των 4.000 – 5.000 τόνων ετησίως πραγματοποιούνται προς τις ΗΠΑ, τις χώρες του Κόλπου, αλλά ακόμη και στην Κίνα.

Το μεγαλύτερο πλήγμα το έχει δεχθεί η παραγωγή πευκόμελου, το οποίο συνεισφέρει με ένα ποσοστό κοντά στο 65% της συνολικής παραγωγής μελιού της χώρας. Ήδη από τον «τρύγο» της άνοιξης και του καλοκαιριού, οι μελισσοκόμοι της Χαλκιδικής, της Εύβοιας και της Θάσου, όπου συγκεντρώνεται ο κύριος «πυρήνας» της παραγωγής πευκόμελου, διαπιστώθηκε η μειωμένη παραγωγή. Θεωρείται, ότι η μειωμένη παραγωγή πευκόμελου ίσως να οφείλεται στο μακρύ και άνυδρο καλοκαίρι. Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι αναμένεται να προσδιοριστούν από τους ειδικούς επιστήμονες του τμήματος Μελισσοκομίας του ΑΠΘ, που εξετάζουν το φαινόμενο και σύντομα θα ανακοινώσουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους.

Περίπου ανάλογη είναι η εικόνα και στο ελατόμελο, που αντιπροσωπεύει περί το 10% της ετήσιας εθνικής παραγωγής μελιού. Αν εξαιρεθεί λίγο η Στερεά Ελλάδα, κυρίως η περιοχή του Ελικώνα και του Καρπενησίου, στις άλλες περιοχές και ιδίως στην Πελοπόννησο, όπου έχουμε το μέλι Βυτίνας (σ. σ. η βανίλια Βυτίνας είναι προϊόν ΠΟΠ), για 3η χρονιά οι όγκοι παραγωγής είναι συρρικνωμένοι.

Όσον αφορά στο ανθόμελο, που καλύπτει το υπόλοιπο 25% της παραγωγής, σε ορισμένες περιοχές η χρονιά εξελίχθηκε ικανοποιητικά. 
 
Ελληνοποιήσεις και νοθείες
 
Η μείωση της παραγωγής γεννά φόβους για αθρόες εισαγωγές μελιού, κυρίως από Κίνα, Αργεντινή και τη γειτονική Βουλγαρία, που πολλές φορές «βαφτίζονται» ελληνικά. Κάθε χρόνο η χώρα εισάγει περί τους 4.000 τόνους μελιού και για αυτό οι φορείς του κλάδου ζητούν να ενισχυθούν οι έλεγχοι στις αποθήκες και στα τιμολόγια αγοράς. 
 
Το ίδιο αποτέλεσμα έχουν και οι νοθείες που ενίοτε παρατηρούνται στο μέλι και που συνήθως είναι ισογλυκόζη, καραμελόχρωμα και αρώματα.  
 
Τιμές
 
Οι τιμές παρά τα προβλήματα, ωστόσο, δεν αναμένεται να διαφοροποιηθούν κι αυτό γιατί οι παραγωγοί δεν θέλουν να το στερήσουν από το τραπέζι της ελληνικής οικογένειας. Έτσι, στο επίπεδο της λιανικής, για τα μέλη του συλλόγου της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον, η τιμή του κιλού θα παραμείνει για 5η χρονιά φέτος, στα 8 ευρώ το κιλό. Οι Κρητικοί συνάδελφοί τους, όμως, επειδή έχουν το θυμαρίσιο μέλι και στο πελατολόγιό τους περιλαμβάνονται και τουρίστες, επιμένουν να κρατούν την τιμή κοντά στα 10 – 12 ευρώ το κιλό. Σε χονδρικές πωλήσεις σε εμπόρους, όμως, η τιμή κατρακυλά στα 3-4 ευρώ το κιλό.

Ένας λόγος που η ελληνική μελισσοκομία είναι βιώσιμη, είναι το γεγονός ότι το 70% της ετήσιας παραγωγής πωλείται στη λιανική απευθείας από τον παραγωγό», 

Συνολικά στη χώρα υπάρχουν σήμερα περίπου 25.000 μελισσοκόμοι, εκ των οποίων μόνο οι 5.000 είναι επαγγελματίες, ενώ οι υπόλοιποι ετεροαπασχολούνται για να προσθέσουν κάτι στο εισόδημά τους. Μια εκμετάλλευση για να είναι βιώσιμη προϋποθέτει να αριθμεί τουλάχιστον 140 κυψέλες και πολύ δουλειά, καθώς η δραστηριότητα είναι νομαδική, για να περιορίζεται και το κόστος, το οποίο κυμαίνεται στο 50% της τιμής πώλησης. Στη χώρα σήμερα εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 1,4 εκατ. κυψέλες, εκ των οποίων το 80% είναι στη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και την Κρήτη, και το υπόλοιπο στη νησιωτική Ελλάδα.