εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Προοπτικές της Φέτας στις ΗΠΑ
Σύμφωνα με μελέτη του προξενείου μας στη Νέα Υόρκη, η φέτα έχει μεγάλες προοπτικές ν’ αναπτυχθεί αλλά και αρκετά εμπόδια.
Η φέτα αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά είδη τυριών στις Η.Π.Α. ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του National Cheese Institute (Cheese Market Research Project), οι πωλήσεις αυξάνονται. Η κατανάλωση λευκών τυριών τύπου φέτας είναι υψηλή σε πολλές πολιτείες των Η.Π.Α και πολλά -δυστυχώς- είδη τυριών τύπου φέτας πωλούνται ευρέως σε μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων λιανικής, όπως τα Shop-Rite, Pathmark, A&P, Food Emporium και Wholefoods, καθιστώντας μ’ αυτόν τον τρόπο το προϊόν προσιτό στον μέσο Αμερικανό καταναλωτή.
Ένας από τους βασικότερους λόγους που έχουν συμβάλει στην ευρεία διάδοση του προϊόντος τα τελευταία χρόνια είναι το γεγονός ότι η φέτα είναι από τα βασικά προϊόντα στο «καλάθι» της μεσογειακής διατροφής που έχει τις γνωστές πλέον σε όλους ευεργετικές ιδιότητες για τον οργανισμό.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ελληνικής διατροφής, που είναι μία από τις πιο υγιεινές παγκοσμίως, έχουν μεγάλη απήχηση στους Αμερικανούς καταναλωτές, οι οποίοι δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον για προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας – με τα βιολογικά προϊόντα να κερδίζουν συνεχώς έδαφος- καθώς έχουν γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε θέματα υγιεινής διατροφής. Η μεσογειακή διατροφή είναι η νέα τάση στις γαστρονομικές συνήθειες των Αμερικανών και ιδιαίτερα όσων ανήκουν σε ανώτερα οικονομικά στρώματα υψηλής εισοδηματικής στάθμης.
Η φέτα έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά σε σχέση με πολλά άλλα είδη τυριών που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Χρησιμοποιείται ως συστατικό όλο και συχνότερα σε ποικίλου τύπου εδέσματα, σαλάτες, σνακς, σάντουιτς και άλλα τρόφιμα, ενώ όλο και πιο πολλές συσκευασίες τροφίμων που συναντά κανείς στα ράφια των σουπερμάρκετ και αλυσίδες καταστημάτων delicatessen, έχουν ως συστατικό τη φέτα.
Στα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης φέτας έχει συμβάλει επίσης η ύπαρξη σημαντικής ελληνοαμερικανικής κοινότητας και ιδιαίτερα στις πολιτείες της Νέας Υόρκης και Νέας Ιερσέης, η οποία διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τη γενέτειρα και ακολουθεί πιστά σε μεγάλο βαθμό – ιδιαίτερα οι Ελληνοαμερικανοί πρώτης και δεύτερης γενιάς – τις παραδοσιακές συνήθειες του ελληνικού και μεσογειακού τρόπου διατροφής.
Το παραπάνω φαινόμενο συναντάται ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση ομογενειακού στοιχείου (π.χ. Astoria ή Bayside που συγκεντρώνουν ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες). Σ’ αυτές τις περιοχές υπάρχουν πολλά καταστήματα λιανικής πώλησης που ειδικεύονται σε αυθεντικά τυροκομικά προϊόντα ελληνικής προέλευσης, τα οποία προμηθεύουν τα πολυάριθμα ελληνικά εστιατόρια, καφεζαχαροπλαστεία και άλλους χώρους εστίασης που βρίσκονται εκεί.
Εξάλλου, μεγάλες ποσότητες φέτας διακινούνται από τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό ελληνικών εστιατορίων ή εστιατορίων που ειδικεύονται στη μεσογειακή κουζίνα, στο Μανχάταν αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης και της Νέας Ιερσέης, που χρησιμοποιούν ή προσθέτουν φέτα ή άλλα λευκά τυριά (όπως ανθότυρο ή κατσικίσιο) στα περισσότερα ελληνικά πιάτα που σερβίρουν. Οι σεφ αυτών των εστιατορίων συνήθως προτιμούν τη χρήση αυθεντικής ελληνικής φέτας στις συνταγές τους ή άλλων ελληνικών λευκών ή κίτρινων τυριών με αλμυρή γεύση.
Σ’ αυτά προστίθενται τα λεγόμενα εστιατόρια diners που συνήθως λειτουργούν επί 24ώρου βάσεως, έχουν σχετικά χαμηλές τιμές, είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στους Αμερικανούς, βρίσκονται σε κάθε γειτονιά και στα οποία συναντά κανείς πολλά ελληνικά πιάτα (με έμφαση στην ελληνική σαλάτα, σπανακόπιτα, σάντουιτς ή και ορισμένες παραδοσιακές ελληνικές συνταγές). Ένας πολύ μεγάλος αριθμός αυτών των εστιατορίων ανήκουν σε Ελληνοαμερικανούς, οι οποίοι, ομολογουμένως, υπήρξαν ιδιαίτερα δραστήριοι σε επιχειρήσεις τροφίμων και εστίασης στις Η.Π.Α.
Ωστόσο, η φέτα που πωλείται ευρέως στις μεγάλες αλυσίδες είναι κυρίως προϊόν που παράγεται εγχώρια και όχι το αυθεντικό προϊόν Ελληνικής προέλευσης. Δεσπόζουσα θέση στην αγορά κατέχει η εταιρεία με την επωνυμία Athenos, η οποία εδρεύει στην πολιτεία Wisconcin που αποτελεί και την κυριότερη περιοχή παραγωγής γάλακτος στις Η.Π.Α., συγκεντρώνοντας τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων.
Σε αρκετά καταστήματα μπορεί επίσης να βρει κανείς εισαγόμενα τυριά –τύπου- φέτας, τα οποία συνήθως προέρχονται από τη Δανία, Γαλλία, Βουλγαρία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που θέτει ερωτήματα για την κοστολόγηση της φέτας Ελληνικής προέλευσης. Συνήθως, αυθεντική ελληνική φέτα πωλείται σε ειδικευμένα καταστήματα (specialty food) ή στη λεγόμενη ethnic market, όπως αναλύσαμε παραπάνω ή σε καταστήματα delicatessen και αλυσίδες τροφίμων υψηλής ποιότητας.
Η παραγωγή φέτας στις Η.Π.Α. προς το παρόν δεν καταγράφεται σε εθνικό επίπεδο αναλυτικά. Όπως προαναφέρθηκε, η πολιτεία του Wisconsin είναι ουσιαστικά η μόνη για την οποία υπάρχουν καταγεγραμμένες αναφορές για την παραγωγή φέτας. Ενώ άλλες πολιτείες επίσης, όπως της Νέας Υόρκης, παράγουν σημαντικές ποσότητες τυροκομικού προϊόντος τύπου φέτας, η παραγωγή τους δεν καταγράφεται συνολικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Wisconsin Agricultural Statistics Service, η παραγωγή τυριών τύπου φέτας σημείωσε εκρηκτική άνοδο την τελευταία δεκαετία, αφού από 21.745 χιλ. pounds το 1997 έφθασε τα 63.731 χιλ. pounds το 2007. Η παραγωγή τυριών τύπου φέτας καλύπτει συνολικά το 16% της παραγωγής τυροκομικών προϊόντων της Πολιτείας του Wisconsin και κατέγραψε μέση ετήσια αύξηση κατά 15,9% την περίοδο 1993-2007.
Όπως δείχνουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η παρασκευή φέτας στις Η.Π.Α. συνεχίζει να αυξάνεται. Αναφέρουμε το παράδειγμα της εταιρείας Klondike Cheese που εδρεύει στο Wisconsin, η οποία άρχισε να παράγει φέτα με τη βοήθεια της DCI Cheese Company. Αυτή τη στιγμή, προμηθεύουν τις μεγαλύτερες ποσότητες φέτας που παρασκευάζεται στις Η.Π.Α. Σύμφωνα με στοιχεία του έγκυρου εντύπου για γαλακτοκομικά προϊόντα Cheese Market News, η εταιρεία Klondike Cheese ανταποκρίνεται πλήρως στις δυνατότητες ανάπτυξης του μεριδίου που υπάρχει στην αγορά τυριών με αλμυρή γεύση για το προϊόν της φέτας, προσθέτοντας χώρους που φτάνουν τα 43.000 τετρ. πόδια στις ήδη υπάρχουσες εγκαταστάσεις της εταιρείας εκτάσεως 38.000 τ.π.. Δεδομένων των ποσοτήτων που παράγει το υπάρχον εργοστάσιο, ο μόνος τρόπος να ανταπεξέλθει η εταιρεία στις αυξητικές τάσεις της ζήτησης που εμφανίζει η αγορά για το προϊόν της φέτας, ήταν η περαιτέρω επέκταση. Οι εγκαταστάσεις είναι άριστα εξοπλισμένες τεχνολογικά και προβλέπεται ότι αρχικά θα βοηθήσουν στην αύξηση παραγωγής φέτας έως και 5 εκατ. pounds (1 lb=453gr) ετησίως σε διάστημα δύο τριών ετών. Εφόσον εγκατασταθεί πρόσθετος εξοπλισμός, θα υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις της άνω των 10 εκατ. pounds φέτας πέραν της τωρινής παραγωγής (η συνολική παραγωγή θα ανέρχεται στα 14 εκατ. pounds ετησίως κατά μέσο όρο).
Συνεπώς, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που εντοπίζει η μελέτη ότι συναντά το αυθεντικό ελληνικό προϊόν της φέτας ως προς την αύξηση των πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς είναι ότι ο κύριος όγκος της κατανάλωσης –σε ποσοστό που φτάνει το 90%, σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς- καλύπτεται από εγχώρια παραγόμενη «φέτα» (domestic feta cheese)", επισημαίνεται στη μελέτη.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι υπάρχουν ορισμένες μεγάλες εταιρείες, αλλά και αρκετές μικρότερες που ανήκουν σε Ελληνοαμερικανούς, οι οποίοι διαθέτουν τη σχετική τεχνογνωσία και εξοικείωση με την παρασκευή φέτας και λευκών τυριών τύπου φέτας και έχουν καταφέρει την είσοδό τους στην αγορά και συχνά συναντάμε πλέον τα προϊόντα τους ακόμη και σε γνωστές αλυσίδες καταστημάτων λιανικής πώλησης.
Το μεγαλύτερο μέρος από το εναπομένον τμήμα της αγοράς καλύπτεται από εισαγωγές από τρίτες εκτός Ελλάδας χώρες, ιδίως Δανία, Γαλλία, Βουλγαρία, Καναδά κ.α. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, οι εισαγωγές, στις ΗΠΑ, τυριών που υπάγονται στη δασμολογική κλάση 0406905700, στην οποία ανήκουν και τα τυριά τύπου φέτας, ανήλθαν το 2006 συνολικά σε αξία σε 40 εκατ. δολ. Οι εισαγωγές τυριών από Ελλάδα στη συγκεκριμένη δασμολογική κλάση σημείωσαν αύξηση από 4,6 εκατ. δολ. το 2004 σε 4,8 το 2005 και σε 5,26 εκατ. δολ. το 2006, με μερίδιο αγοράς 13,1%. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα αντίστοιχα μεγέθη των κυριοτέρων ανταγωνιστικών χωρών για τη συγκεκριμένη κατηγορία: οι εισαγωγές από τη Γαλλία ανήλθαν σε 11,88 εκατ. δολ. και μερίδιο αγοράς 29,7%, από τη Βουλγαρία σε περίπου 8 εκατ. δολ. και μερίδιο αγοράς 20,2%, από την Ισπανία σε 6,88 εκατ. δολ. με μερίδιο αγοράς 17,2%, και τέλος από την Ιταλία σε 5,42 εκατ. δολ. με μερίδιο αγοράς 13,6%.
Για τις χώρες που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα θα μπορούσε, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, να επικαλεστεί τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που κατοχυρώνει τη φέτα ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τυρί από πρόβειο γάλα που παράγεται με παραδοσιακό τρόπο στην Ελλάδα και μάλιστα σε οριοθετημένες γεωγραφικά περιοχές, και να ζητήσει την απαγόρευση παρασκευής προϊόντων με την ονομασία φέτα, ακόμα και αν προορίζονται για εξαγωγή σε άλλες, εκτός Ε.Ε., χώρες, αναφέρεται στην ίδια μελέτη.
Στην περίπτωση αυτή, η μόνη λύση που θα έχουν οι παραγωγοί απομιμήσεων φέτας σε ευρωπαϊκές χώρες για να παρακάμψουν την απαγόρευση, θα ήταν η μεταφορά μονάδων παραγωγής σε χώρες εκτός Ε.Ε.
Με δεδομένα τα δύο σημαντικά εμπόδια που προαναφέρθηκαν, ένα ακόμη πρόβλημα που αντιμετωπίζει η αυθεντική ελληνική φέτα στις Η.Π.Α. είναι η υψηλή τιμή της σε σχέση με το εγχώρια παραγόμενο προϊόν. Κατά συνέπεια, τα diners αλλά και πολλά ξένα εστιατόρια και καταστήματα μαζικής εστίασης καθώς και ο κύριος όγκος της βιομηχανίας υπηρεσιών τροφίμων (food service) χρησιμοποιούν το πολύ φθηνότερο εγχώριο τυρί τύπου φέτας.
Πρόσθετη δυσχέρεια αποτελεί η ανεπαρκής πρόσβαση σε μεγάλα δίκτυα διανομής τροφίμων (mainstream market), σε αντίθεση με άλλα ελληνικά προϊόντα που δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχο πρόβλημα. Ο λόγος είναι ότι τα περισσότερα σουπερμάρκετ και σημαντικά καταστήματα λιανικής πώλησης δεν προμηθεύονται φέτα ελληνικής προελεύσεως, με συνέπεια τον αποκλεισμό του προϊόντος από το μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς.
Ένα συμπληρωματικό, αν και μικρότερης βαρύτητας, εμπόδιο που καταγράφεται αφορά στην πολυπλοκότητα των διαδικασιών και του μεγάλου όγκου πιστοποιητικών και συνοδευτικών εγγράφων και αναλύσεων που καλείται να υποβάλει ο εκάστοτε εισαγωγέας φέτας στον αμερικανικό αρμόδιο οργανισμό για θέματα τροφίμων και φαρμάκων (FDA: Food and Drug Administration). Οι διαδικασίες αυτές συχνά αποθαρρύνουν τις εταιρείες, ειδικότερα τους μικρότερους παραγωγούς, και τους εισαγωγείς τους, εφόσον καθίστανται περισσότερο χρονοβόρες και δαπανηρές στην περίπτωση της φέτας σε σχέση με άλλα προϊόντα όπως π.χ. το ελαιόλαδο, λόγω του ευπαθούς χαρακτήρα του προϊόντος.
Πηγή: ΠΑΣΕΓΕΣ