εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Μικρές Γεωργικές Εκμεταλλεύσεις
Με το μέλλον των μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων ασχολήθηκε η Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου του Ευρωκοινοβουλίου.
Συγκεκριμένα, ο Πολωνός Ευρωβουλευτής Ceslaw Adam Siekierski, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, παρουσίασε σχέδιο σχετικής έκθεσης πρωτοβουλίας, η οποία θα τεθεί σε διαδικασία κατάθεσης τροπολογιών έως τις 8 Νοεμβρίου και στην συνέχεια θα ψηφισθεί από την Επιτροπή στις 2 Δεκεμβρίου 2013, για νε τεθεί στην συνέχεια σε ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου.
Σύμφωνα με ορισμένους ορισμούς, τους οποίους χρησιμοποιεί η εν λόγω έκθεση, το ποσοστό των μικρών εκμεταλλεύσεων είναι περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στην περίπτωση ορισμένων από τα νέα και τα νότια κράτη μέλη, όπως η Ελλάδα, αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία.
Το περιεχόμενο της έκθεσης
Όπως αναφέρει ο εισηγητής στο αιτιολογικό της έκθεσης, οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των ευρωπαϊκών αγροτικών περιοχών, παρέχοντας πολλά δημόσια αγαθά και συμβάλλοντας επίσης στην διατήρηση της ποικιλομορφίας του τοπίου, στην εξασφάλιση της διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως στα λεγόμενα καινούργια κράτη μέλη ή στη διατήρηση των πλούσιων παραδόσεων ανά τους αιώνες και των λαϊκών εθίμων στα χωριά. Από τη λειτουργία τους εξαρτάται η ζωή πολλών οικογενειών, συχνά δε πολλών γενεών αυτών. Παρόλα αυτά, στο πλαίσιο της ΚΑΠ εξακολουθούν να ευνοούνται οι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις στο πλαίσιο της αγοράς, οι οποίες αποκομίζουν ήδη οφέλη από τις οικονομίες κλίμακας.
Οι μικρές εκμεταλλεύσεις χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη απόδοση, μεγαλύτερη απασχόληση και διαφοροποίηση της παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, οι ιδιόκτητες τους είναι συνήθως ηλικιωμένοι με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο από τους αγρότες που ασχολούνται με την εμπορική εκμετάλλευση της παραγωγής και αντιμετωπίζουν έλλειψη ενεργών διαδόχων. Συνήθως το μέλλον της μικρής γεωργικής εκμετάλλευσης αποφασίζεται κατά την αλλαγή της γενεάς. Είναι επομένως απαραίτητη η ενίσχυση των εκμεταλλεύσεων αυτών για να μπορέσουν οι ιδιόκτητες τους να εργάζονται μέχρι το τέλος του ενεργού επαγγελματικού τους βίου.
Η τεχνολογική ανάπτυξη και η εμπορευματοποίηση της γεωργίας οδηγούν στη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης εντός της γεωργικής εκμετάλλευσης, και η αύξηση της κλίμακας παραγωγής σε μεγαλύτερη σύνδεση των αγροκτημάτων με την αγορά.
Ο κλάδος των μικρών εκμεταλλεύσεων εκπροσωπείται τόσο από την ΕΕ των 12 όσο και από την ΕΕ των 15. Από τα κράτη της ΕΕ των 15 πρέπει να γίνει επιπλέον διαχωρισμός που θα περιλαμβάνει την ομάδα κρατών του Νότου, δηλαδή την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, όπου ο κατακερματισμός οφείλεται σε ιστορικές συνθήκες και στα χαρακτηριστικά της παραγωγής. Πιο σημαντική διαφοροποίηση υπάρχει μεταξύ των νέων κρατών μελών. Στα κράτη της ΕΕ των 12 και ειδικά στις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ, ο κατακερματισμός αποτελεί επίσης συνέπεια των ιστορικών και πολιτικών διεργασιών. Στο παρελθόν (1945-48), οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις διανέμονταν, αφαιρώντας τα χωράφια από τους μεγάλους ιδιόκτητες και δίνοντας τα στους μικρούς. Ύστερα υπήρχε καταναγκαστική κολεκτιβοποίηση (1948-55), και στην περίοδο του πολιτικού μετασχηματισμού στη δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκε ανακατανομή των χωραφιών μεταξύ των μικρότερων εκμεταλλεύσεων. Σήμερα, παρατηρείται μια διαδικασία συγκέντρωσης σε ομάδες μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων.
Αναμφίβολα, μια μικρή γεωργική εκμετάλλευση σε χώρες του Νότου, με καλά εδραιωμένη θέση στην αγορά και εισόδημα, διαφέρει από μια τυπική μικρή γεωργική εκμετάλλευση στην Πολωνία που έχει συνήθως δική της παράδοση και τρόπο διαχείρισης, η οποία λειτουργεί με αμετάβλητη μορφή εδώ και δεκαετίες, και της οποίας η ιδιοκτησία μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Επίσης, τα παραπάνω διαφέρουν από μια γεωργική εκμετάλλευση, η οποία δημιουργήθηκε με την κατανομή γης από την εκκαθάριση των κρατικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μετά τον πολιτικό μετασχηματισμό στην Ανατολική Ευρώπη (Ρουμανία, Βουλγαρία κτλ.).
Η ένταξη των νέων κρατών μελών από το 2004 και μετά άλλαξε σημαντικά τη δομή, όχι μόνο ολόκληρης της γεωργίας, άλλα και του κλάδου των μικρών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μικρές εκμεταλλεύσεις στην «παλαιά» ΕΕ έχουν μεγαλύτερη σταθερότητα από ό, τι εκείνες στη «νέα» ΕΕ. Μετά την είσοδο στην ΕΕ, η οικονομική βιωσιμότητα των μικρών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ των 12 έχει μειωθεί, ενώ εκεί όπου παρεχόταν υποστήριξη μέσω της ΚΑΠ σημειώθηκε βελτίωση της εισοδηματικής κατάστασης. Το πρόβλημα των μικρών εκμεταλλεύσεων παρουσιάζεται στις περιπτώσεις όπου η κατάσταση της γεωργίας δεν είναι καλή και το έδαφος είναι κακής ποιότητας.
Είμαστε μάρτυρες της μείωσης του αριθμού εκμεταλλεύσεων βιοπορισμού στην Ευρώπη. Το μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων αυξήθηκε σε όλες τις χώρες. Ωστόσο, σημειώνονται διαφοροποιήσεις σε τοπικό επίπεδο. Το 2010 το μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ των 27 ήταν 14,2 εκτάρια, στα βορειοδυτικά 50,1 εκτάρια, στον νότο 12 εκτάρια και στα νέα κράτη μελή μόλις 7,1 εκτάρια. Παρόλη την παρατηρούμενη τάση μείωσης του αριθμού των μικρών εκμεταλλεύσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι, σε περιόδους κρίσης ή κατά την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας, παρατηρείται άνοδος του πληθυσμού στις μικρές εκμεταλλεύσεις, όταν λόγω των απολύσεων αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που επιστρέφουν στα χωριά, στις αγροτικές οικογένειες και στη γεωργία. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι σε περιόδους άνθισης της οικονομίας και χαμηλής ανεργίας η εργατική δύναμη «αποστραγγίζεται» από τη γεωργία, γεγονός το οποίο επιταχύνει την εφαρμογή της τεχνολογίας και επιτρέπει τη μείωση της ζήτησης εργατικού δυναμικού και την αλλαγή των αγροτικών υποδομών. Αντίθετα, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όπως υπάρχει τώρα στα νότια κράτη μελή της ΕΕ, η εργατική δύναμη είναι ξανά «απορροφημένη» από τη γεωργία, λειτουργώντας αντισταθμιστικά προς το επίπεδο της ανεργίας στις πόλεις. Αυτό είναι θετικό από οικονομική άποψη, όμως αν η κλίμακα της μετανάστευσης από τις αγροτικές περιοχές και τη γεωργία εξαιτίας της υποκατάστασης του εργατικού δυναμικού με κεφάλαιο είναι μεγάλη και μόνιμη, ενδέχεται να ενισχύσει τη μείωση του πληθυσμού με αποτέλεσμα την εξαφάνιση χωριών και οικισμών σε αγροτικές περιοχές.
Μέχρι τώρα, ελάχιστες ενέργειες έχουν γίνει για τον κλάδο των μικρών και ημιαυτοσυντηρούμενων εκμεταλλεύσεων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται αυξημένο ενδιαφέρον για το θέμα αυτό. Αξίζει να αναφέρουμε τη διάσκεψη στο Σιμπιού της Ρουμανίας το 2010 ή τις τρεις διεθνές διασκέψεις στην Κρακοβία της Πολωνίας την περίοδο 2011-2013.
Ο ορισμός
Μία από τις προκλήσεις που αντιμετώπισε ο εισηγητής ήταν ο ορισμός της μικρής
εκμετάλλευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατόπιν ενδελεχούς ανάλυσης, ο εισηγητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ένας ενιαίος, οικουμενικός ορισμός. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί τρόποι προσέγγισης λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένης ορολογίας της μικρής ή ημιαυτοσυντηρούμενης εκμετάλλευσης, αλλά οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ή κλάδων αγροτικής παραγωγής δεν επιτρέπουν την εφαρμογή οποιουδήποτε ορισμού σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Επιπλέον, οι ορισμοί διαφέρουν από την άποψη των αναγκών για τις οποίες δημιουργήθηκαν και υπάρχει έλλειψη ενιαίων κριτηρίων.
Έχουμε λοιπόν τον ορισμό που βασίζεται στο οικονομικό μέγεθος της γεωργικής εκμετάλλευσης, το λεγόμενο ESU (European Size Unit), στον αριθμό εργαζομένων στην εκμετάλλευση βάσει του AWU (Annual Working Units) και εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα γίνεται πιο δημοφιλής η καινούργια κατηγορία τυποποιημένης παραγωγής (SO – Standard Output), η οποία εκφράζεται σε ευρώ. Στην καινούργια τυπολογία του hΓΛΠ ως πολύ μικρή εκμετάλλευση ορίζεται SO (παραγωγή σε ευρώ) χαμηλότερο από 8 χιλ. ευρώ και ως μικρή SO μεταξύ 8 και 25 χιλιάδων ευρώ.
Ο πιο δημοφιλής, αλλά ταυτόχρονα και ο λιγότερο ιδανικός πιθανότατα, είναι ο ορισμός βάσει αποκλειστικά του κριτηρίου της έκτασης, δηλαδή ο αριθμός των εκταρίων καλλιεργήσιμης γης (UAA – Utilised agricultural area). Έτσι, πιο συχνά θεωρείται ότι οι μικρές εκμεταλλεύσεις είναι αυτές κάτω των 2 ή 5 εκταρίων UAA. Συμφώνα με το κριτήριο των 2 εκταρίων, σε αυτή την ομάδα ανήκει σχεδόν το ήμισυ όλων των εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ. Αντίθετα, στην προϋπόθεση ότι έχουν μέγεθος κάτω των 5 εκταρίων συμπεριλαμβάνονται τα 2/3 των εκμεταλλεύσεων της ΕΕ. Η μέθοδος αυτή είναι ελλιπής κυρίως λόγω της τεράστιας διαφοροποίησης μεταξύ των κρατών μελών και των περιοχών αγροτικής παραγωγής. Έτσι, παραδείγματος χάρη στην Ρουμανία πάνω από το 90% των εκμεταλλεύσεων είναι μικρότερες από 5 εκτάρια, ενώ στην Δανία, στη Σουηδία, στις χώρες της Μπενελούξ ή στην Τσεχία οι εκμεταλλεύσεις αυτές αποτελούν ένα μικρό ποσοστό.
Επιπλέον, για παράδειγμα, μια εκμετάλλευση 4 εκταρίων που ασχολείται με την εντατική παραγωγή λαχανικών και απασχολεί μερικά άτομα δεν μπορεί να είναι το ίδιο με τις τυπικές μικρές εκμεταλλεύσεις . Αντίστοιχα, μια οικογενειακή εκμετάλλευση 10 εκταρίων που βρίσκεται σε περιοχή που αντιμετωπίζει άσχημες συνθήκες και ασχολείται με τη ζωική παραγωγή μπορεί να αντιμετωπίζει ίδια προβλήματα με τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις μικρού μεγέθους.
Υπάρχει επίσης ο ορισμός της λεγόμενης γεωργικής εκμετάλλευσης ημιαυτοσυντήρησης (semi-subsistence farm), ο οποίος υποθέτει ότι η εκμετάλλευση αυτή προορίζεται κατά 50% για την αγορά και το υπόλοιπο για οικιακή κατανάλωση. Υποτίθεται ότι τα 5,8 εκατ. εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ, σχεδόν το ήμισυ του συνόλου, έχουν χαρακτήρα ημιαυτοσυντήρησης.
Δράσεις ανάπτυξης
Οι μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις κατά κανόνα έχουν τέσσερις πιθανές πορείες δράσης:
1. Ανάπτυξη μέσω επέκτασης και αύξησης της παραγωγής για μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά,
2. Συνέχιση της δραστηριότητας παράλληλα με τις αλλαγές μέσω διαφοροποίησης της πηγής εισοδήματος, ούτως ώστε να δημιουργηθούν πρόσθετες κατευθύνσεις παραγωγής που θα αποφέρουν νέο εισόδημα, ή μερική απασχόληση εκτός της εκμετάλλευσης,
3. Εκκαθάριση ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης της γης στις εξελισσόμενες εκμεταλλεύσεις, όταν οι ιδιόκτητες συνταξιοδοτούνται ή αναλαμβάνουν διαφορετικό είδος απασχόλησης,
4. Παραμονή στην παρούσα μορφή και μετέπειτα μεταφορά της εκμετάλλευσης στην επόμενη γενιά λόγω έλλειψης δυνατότητας απασχόλησης και ύπαρξης άλλης πηγής εισοδήματος.
Κατά τη γνώμη του εισηγητή, στις δράσεις για τις μικρές εκμεταλλεύσεις στο πλαίσιο της ΚΑΠ πρέπει να συμπεριλαμβάνονται οι ως άνω αναφερόμενες δράσεις ανάπτυξης, και ιδίως ο δεύτερος πυλώνας, ο οποίος πρέπει να χαρακτηρίζεται από ευελιξία και μεθοδικότητα, με την προϋπόθεση ότι οι επιλεγμένες δράσεις θα φανούν μη αποτελεσματικές. Σύμφωνα με τον εισηγητή, μια καλή λύση θα ήταν, για παράδειγμα, η δημιουργία δυνατοτήτων αποπληρωμής όλων των οφειλών στο πλαίσιο του συστήματος μικρών αγροτικών παραγωγών μέχρι το 2020 μαζί με μπόνους για παράδειγμα για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών ή για άλλους σκοπούς, εάν ο ιδιόκτητης πουλήσει την εκμετάλλευσή του στον εμπορικό ή στον εξελισσόμενο αγρότη.
Κατά την άποψη του εισηγητή, οι μικρές εκμεταλλεύσεις δεν έτυχαν δίκαιης μεταχείρισης στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Χαιρετίζει τις καινούργιες μορφές υποστήριξης και την απλούστευση (π.χ. εξαίρεση από τις απαιτήσεις της προσθήκης του πρασίνου) που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΚΑΠ, αλλά ταυτόχρονα πιστεύει ότι εξακολουθούν να μην επαρκούν. Τα κύρια εμπόδια είναι: ο χαρακτήρας του πρώτου πυλώνα (ο οποίος βασίζεται στην αγροτική έκταση και τις ιστορικές αξίες παραγωγής και δεν λαμβάνει υπόψη το επίπεδο ανεργίας και εισοδήματος) και οι ελάχιστες απαιτήσεις για την επιλεξιμότητα στο πλαίσιο του δεύτερο πυλώνα.
Ο εισηγητής θεωρεί ότι για τις μικρές εκμεταλλεύσεις υπάρχει δυνατότητα εισαγωγής διάφορων μεθόδων παραγωγής και δράσης, όπως οι εταιρείες τύπου «μικρή επιχείρηση» στους άλλους τομείς της οικονομίας, όχι μόνο την προσωρινή μορφή σοσιαλιστικού χαρακτήρα, τυπική για τις λιγότερο αναπτυσσόμενες χώρες της ΕΕ που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο. Ως εκ τούτου, πρέπει να βρεθούν εξειδικευμένοι τρόποι παραγωγής, διότι δεν γίνεται να υπάρχει η ίδια παραγωγή και στη μικρή και στη μεγάλη εκμετάλλευση αποφέροντας ικανοποιητικά εισοδήματα. Από την άλλη πλευρά, έχει επίγνωση του ότι μπορεί να αποτελεί και τρόπο ζωής για τους ανθρώπους που παρουσιάζουν μικρή δραστηριότητα ή «χόμπι» που σχετίζεται με την παραγωγή οικολογικών τροφίμων.
Είναι πεπεισμένος, ότι οι μικρές εκμεταλλεύσεις δεν θα αποδίδουν ικανοποιητικά εισοδήματα, εάν δεν επικεντρώνονται σε εξειδικευμένες κατευθύνσεις παραγωγής, που απαιτούν υψηλή προστιθέμενη αξία. Μεγάλη ευκαιρία αποτελεί η παραγωγή τοπικών προϊόντων σε συνδυασμό με την άμεση πώληση αυτών στο πλαίσιο βραχείας αλυσίδας εφοδιασμού.
Ο εισηγητής διακρίνει επίσης την ανάγκη για μεγαλύτερη δραστηριότητα των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων ούτως ώστε να περιορίσουν τις αδυναμίες τους.
Ταυτόχρονα έχει επίγνωση του ότι οι εξειδικευμένες κατευθύνσεις της παραγωγής είναι δυνατόν να εισαχθούν μόνο σε ένα μέρος των μικρών εκμεταλλεύσεων. Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη του εισηγητή, είναι σημαντική η δημιουργία καινούργιων θέσεων εργασίας στις αγροτικές περιοχές στους μη αγροτικούς τομείς της οικονομίας. Ήδη σημαντικό μέρος των ιδιοκτητών μικρών εκμεταλλεύσεων διαθέτει εισόδημα από δραστηριότητες και υπηρεσίες εκτός γεωργίας και από περιοχές εκτός γεωργίας που βασίζονται σε υποδομές της γεωργικής εκμετάλλευσης. Σίγουρα μέρος των ιδιοκτητών μικρών εκμεταλλεύσεων θα ήταν πρόθυμο να εργαστεί εκτός του τομέα της γεωργίας, εάν υπήρχε παράλληλα δυνατότητα εργασίας με μερική απασχόληση στην εκμετάλλευση.
Σημαντικό μέρος των ιδιοκτητών, ιδίως στα νέα κράτη μέλη, θα ξεκινούσαν εργασία εκτός του τομέα της γεωργίας, προβαίνοντας σε εκκαθάριση της αγροτικής τους εκμετάλλευσης, εάν το επέτρεπε η αγορά εργασίας.
Κατά την άποψη του εισηγητή, στην επίλυση των προβλημάτων των μικρών εκμεταλλεύσεων σημαντικό ρόλο πρέπει να διαδραματίσουν όχι μόνο οι δυο πυλώνες, αλλά και η πολιτική συνοχής της ΕΕ, η οποία θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τις απαραίτητες υποδομές για τις μικρές εκμεταλλεύσεις στις αγροτικές περιοχές, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, που θα χρηματοδοτήσει ορισμένες δραστηριότητες κοινωνικής πρόνοιας για την κοινωνική ένταξη, την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Απαραίτητη είναι η μεγαλύτερη δραστηριότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι μικρές εκμεταλλεύσεις δεν έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην αγορά και συνεπώς θα πρέπει να επιτρέπονται σε κοινοτικό επίπεδο ορισμένες μορφές εθνικής υποστήριξης, σύμφωνα με τις αρχές της πολιτικής ανταγωνισμού. Επίσης χρειάζονται εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες, χρηματοδοτούμενες από το κράτος.
Ο εισηγητής κρίνει επίσης ότι χρειάζεται εξασφάλιση των καταλλήλων δεδομένων για την ανάλυση προκειμένου να λαμβάνονται σωστές πολιτικές αποφάσεις και ζητεί την επέκταση του ΔΓΛΠ σε απλοποιημένη μορφή.