εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Ποιότητα των Ελληνικών Προϊόντων
Πραγματοποιήθηκε η 2η συνάντηση εργασίας ερευνητών, παραγωγών και επιχειρήσεων στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, των τροφίμων και της αγροβιοτεχνολογίας.
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε από τη Γεν. Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε ως στόχο να εντοπιστούν οι τεχνολογικές απαιτήσεις του παραγωγικού ιστού της χώρας. Η συνάντηση έλαβε χώρα την 16η Οκτωβρίου (παγκόσμια ημέρα διατροφής και ημέρα ίδρυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του Ο.Η.Ε.) στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων του Γ.Π.Α. στα πλαίσια εκπόνησης του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Έρευνας και Τεχνολογίας της Γ.Γ.Ε.Τ και της προετοιμασίας της νέας προγραμματικής περιόδου 2014 – ’20.
Η Γ.Γ.Ε.Τ. σχεδιάζοντας τη στρατηγική για την έρευνα κατά την προγραμματική περίοδο 2014 – ’20 θα ενισχύσει την ερευνητική δραστηριότητα για την παραγωγή, ενώ έχει ήδη επιλέξει τους πρώτους τομείς εθνικών προτεραιοτήτων στους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Σύμφωνα με τον περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κ. Αγοραστό, «μόνο αν χρησιμοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, η χώρα έχει τη δυνατότητα να βγει από την κρίση».
Όπως επισήμανε ο Γ. Στρατάκος από τη Γ.Γ.Ε.Τ., «η έρευνα και η τεχνολογία μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό μοχλό για την ανάπτυξη της χώρας, καθώς υπάρχει αξιόλογο παραγωγικό και ερευνητικό δυναμικό». Όμως, διαπιστώνεται ανεπάρκεια στη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή στον τομέα των τροφίμων. Σύμφωνα με τον Δ. Κουρέτα, πρόεδρο του Περιφερειακού Συμβουλίου Καινοτομίας Θεσσαλίας, «οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί και ερευνητές έχουν χαθεί στον αστερισμό του paper, δεν τους ενδιαφέρει τι γίνεται μες στην τοπική οικονομία και την οικονομία της χώρας».
Η ανεπαρκής σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή αναδεικνύεται αν συγκρίνουμε τον αριθμό των ελληνικών αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας με τον αντίστοιχο άλλων προηγμένων χωρών, ενώ, ωστόσο, η χώρα κατατάσσεται στην 7η θέση παγκοσμίως ως προς την παραγωγικότητά της σε δημοσιεύσεις.
Σύμφωνα με τη Μ. Κασσωτάκη, προϊσταμένη της Διαχειριστικής Αρχής της Περιφέρειας Κρήτης, που παρουσίασε τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της έξυπνης εξειδίκευσης (RIS3) (προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση δράσεων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης) στην Περιφέρεια Κρήτης, «είναι αδύναμη η σύνδεση της έρευνας και της τεχνολογίας με τις επιχειρήσεις στην Κρήτη και κυρίως στον αγροβιοδιατροφικό τομέα». Όπως τόνισε, «η περιφέρεια Κρήτης πρέπει να εκμεταλλευτεί την κρητική διατροφή προκειμένου να δημιουργηθεί προστιθέμενη αξία στα τοπικά προϊόντα», καθώς η κρητική διατροφή πριν το ’60 είναι αποδεδειγμένα διατροφή που εξασφαλίζει μακροζωία.
Όπως καταδεικνύει η έρευνα των επτά χωρών, την οποία παρουσίασε στην ημερίδα η Άρτεμις Σιμοπούλου, ιδρύτρια και πρόεδρος του Κέντρου Γενετικής, Διατροφής και Υγείας στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ, από όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα ο πληθυσμός της Κρήτης είχε τη μικρότερη νοσηρότητα και θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις, λόγω του περισσότερου λίπους που κατανάλωναν οι Έλληνες, του ελαιολάδου της Κρήτης, το οποίο έχει τη χαμηλότερη αναλογία και περιεκτικότητα Ω6 / Ω3 σε σχέση με τα υπόλοιπα λάδια, ειδικά τα σπορέλαια (όσο μεγαλώνει η αναλογία τόσο πιο ανθυγιεινό είναι για μας, με τους παλαιολιθικούς ανθρώπους να έχουν Ω6 /Ω3 < 1, η διατροφή της Κρήτης: 2 / 1 και η σημερινή μας διατροφή: 15 / 1).
Μάλιστα, όπως επισήμανε η κ .Σιμοπούλου, έχει διαπιστώσει η ίδια ότι ένα αυγό ελληνικό έχει καλύτερη αναλογία Ω6 / Ω3 από ένα αμερικανικό, ενώ και τα σαλιγκάρια σε σχέση με τα γαλλικά έχουν λιγότερα Ω6, όπως συμπέρανε έρευνα της καθηγήτριας με τον καθηγητή Ρενώ, ο οποίος έκανε το εξής πείραμα: χώρισε σε 2 γκρουπ άτομα που είχαν καρδιακή ανεπάρκεια. Στο ένα έδωσε να τρώνε τη διατροφή που ορίζει η Αμερικανική Καρδιολογική Ένωση και στο άλλο τη μεσογειακή διατροφή με μικρή αναλογία Ω6 / Ω3 και πολλά αντιοξειδωτικά. Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν ότι το πρώτο γκρουπ εμφάνιζε παθήσεις και πέθαινε ξαφνικά σε μεγαλύτερο ποσοστό από το 2ο, ενώ το 2ο ήταν πολύ πιο υγιές και είχε 70 % λιγότερες καρδιακές παθήσεις.
Επομένως, η εξέταση της σύστασης των ελληνικών προϊόντων, όπως για παράδειγμα των άγριων χόρτων, ως προς την αναλογία ω6 / ω3 μπορεί να αποδείξει την υπεροχή τους και να αποτελέσει ένα πολύ ισχυρό εργαλείο μάρκετινγκ για την καλύτερη προώθηση τους.
Γενικότερα, η τεκμηρίωση του ισχυρισμού ότι τα ελληνικά προϊόντα υπερέχουν σε ποιότητα είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους και την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους, όπως επίσης και η συνεργασία των ερευνητικών φορέων με τον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Σύμφωνα με τον περιφερειάρχη Θεσσαλίας, αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος επιτυχίας του αγροτικού τομέα στη Θεσσαλία, ότι «δε συγχωρούμε τη μη συνεργασία».
Πιο αναλυτικά, από την περιφέρεια Θεσσαλίας, ο Δ. Κουρέτας παρουσίασε τις καινοτομίες που έχουν πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλία και προανήγγειλε τη δημιουργία μίας βάσης δεδομένων, η οποία θα ολοκληρωθεί μες στη βδομάδα και θα περιλαμβάνει τα ερευνητικά εργαστήρια της περιφέρειας με τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους ώστε μία εταιρεία να βρίσκει με εύκολο τρόπο αυτό που την ενδιαφέρει. Επίσης, επισήμανε ότι στην Περιφέρεια Θεσσαλίας «πρέπει να γίνει εκπαίδευση νέων αγροτών όσον αφορά την αγροτική επιχειρηματικότητα και την επιτυχή προώθηση των προϊόντων και εκπαιδευτικά πακέτα διά βίου μάθησης που θα δημιουργούν προστιθέμενη αξία και στον περιφερειακό ιστό και στους πολίτες».
Επίσης, «θέλουμε να πιστοποιήσουμε προϊόντα ποιότητας (ΠΟΠ), κάτι το οποίο έχει μια υστέρηση στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, να δώσουμε έμφαση στα λειτουργικά τρόφιμα και στα τρόφιμα με ισχυρισμούς υγείας». Όπως προτείνει, είναι απαραίτητες οι εξειδικευμένες τεχνολογίες – καινοτομίες ανά εφοδιαστική αλυσίδα, οι οριζόντιες τεχνολογίες – καινοτομίες διαφοροποίησης του προϊόντος και μείωσης του κόστους και οι οριζόντιες οργανωτικές καινοτομίες, όπως επίσης η ταυτοποίηση και χρήση τοπικού γενετικού υλικού.
Εκτός από την περιφέρεια Θεσσαλίας, παρουσίασε τις προτάσεις της, όπως προαναφέρθηκε, η Περιφέρεια Κρήτης, αλλά και εκπρόσωποι του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, καθώς και οι θεματικές ομάδες (Υδατοκαλιέργειες, Ελιά-Λάδι, Φυτοπροστασία, Βιολειτουργικά τρόφιμα κ. ά.) που είχαν συσταθεί στην πρώτη συνάντηση του αγροβιοδιατροφικού τομέα που είχε διοργανώσει η ΓΓΕΤ αρχές Αυγούστου.
Στόχος είναι η ΓΓΕΤ να συνεχίσει τη διαβούλευση με τις θεματικές ομάδες και την επεξεργασία των προτάσεών τους και «μες στο Δεκέμβριο να δουλέψουμε δράσεις, τι πρέπει να χρηματοδοτήσουμε και πώς, και να πάρουμε και αποφάσεις ώστε να παραδοθεί ένα σχέδιο διαφορετικό από αυτό που δίναμε τα προηγούμενα χρόνια είτε μας το λέει η Κοινότητα είτε όχι», ανέφερε ο Π. Χατζηνικολάου, στέλεχος της Γ.Γ.Ε.Τ.