εγγραφείτε: Άρθρα

leader

Αξιοποίηση σύγχρονων μεθόδων για την παραγωγή ανταγωνιστικών ζωικών προϊόντων

0 comments

 Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών κτηνοτροφικών προϊόντων και όχι μόνο, αποτελεί βασική προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη του κτηνοτροφικού τομέα στη χώρα μας. Όμως το εμπορικό ισοζύγιο των κτηνοτροφικών προϊόντων στην Ελλάδα συνεχώς επιδεινώνεται. Βασικές παράμετροι της ανταγωνιστικότητας είναι το ΧΑΜΗΛΟ ΚΟΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ και η ικανότητα μέσα από σύγχρονες μεθόδους ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΠΡΟΒΟΛΗΣ, MARKETING και ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ, να δημιουργείται ζήτηση για προϊόντα υψηλής ποιότητας και αναγνωρισιμότητας.

Όλοι τονίζουν τις «δυνατότητες» της ελληνικής κτηνοτροφίας χωρίς όμως να γνωρίζουν τις λεπτομέρειες των βασικών χαρακτηριστικών αυτού τομέα. Ο βαθμός της οικονομικής ανάπτυξης, μιας χώρας, είναι δυνατό να κριθεί και από το ποσοστό συμμετοχής της κτηνοτροφίας στη συνολική αξία της γεωργικής παραγωγής. Το ποσοστό αυτό, για παράδειγμα, στις χώρες της Ε.Ε. στο σύνολο ξεπερνά το 55% (υπάρχουν χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία και η Ολλανδία με ποσοστό 70%), ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι μόλις 30%.

Ο κτηνοτροφικός τομέας δεν περιορίζεται στην εκτροφή ζώων. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της παραγωγικής οικονομίας, αν λάβουμε υπόψη τον αριθμό των ατόμων και των βιομηχανιών που ασχολούνται με την παραγωγή και την μεταποίηση τροφίμων ζωικής προέλευσης (παραγωγή ζωοτροφών, μηχανολογικός εξοπλισμός, κτηνιατρική φαρμακοβιομηχανία, σφαγεία, εργοστάσια επεξεργασίας κρέατος, γαλακτοβιομηχανία).

Αν εξαιρέσουμε τα προϊόντα της πτηνοτροφίας και το αιγοπρόβειο γάλα, σε όλους τους άλλους τομείς της ζωικής παραγωγής η χώρα μας ήταν και συνεχίζει να είναι ελλειμματική.

 

Θα πρέπει να τονιστεί ότι από τα στοιχεία που αφορούν στο βαθμό αυτοεφοδιασμού χώρας μας στα κυριότερα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, προκύπτει ότι η παραγωγή αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες της κατανάλωσης. Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, η κτηνοτροφία ακολουθεί φθίνουσα πορεία, που συνεπάγεται συρρίκνωση της παρουσίας εγχώριων κτηνοτροφικών προϊόντων στην ελληνική αγορά.

 

Δυστυχώς, η εγχώρια κτηνοτροφική παραγωγή απαξιώνεται και οι τρέχουσες εισαγωγές σε κρέας, γάλα, και άλλα τρόφιμα ζωικής προέλευσης ξεπερνούν σε ευρώ και δολάρια τις αντίστοιχες εισαγωγές σε ενεργειακές πηγές (π.χ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο).

 

Η «αιμορραγία» στο ισοζύγιο πληρωμών γίνεται εντονότερη αν υπολογιστεί το κόστος για την εισαγωγή ζώων που χρησιμοποιούνται για πάχυνση ή για αναπαραγωγή, το κόστος των πρώτων υλών για ζωοτροφές, το κόστος των εισαγόμενων κτηνιατρικών φαρμάκων καθώς και άλλων προϊόντων που σχετίζονται με την κτηνοτροφία.

 

Είμαστε αυτάρκεις (σχεδόν 100%) μόνο στο γάλα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα των αιγοπροβάτων.

 

Για παράδειγμα, θα πρέπει να τονιστεί ότι η αυτάρκεια της χώρας σε αγελαδινό γάλα είναι περίπου 48%, ενώ σε ποσοστό 50% το αγελαδινό γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι εισαγόμενα. Η αυτάρκειά μας σε βόειο κρέας είναι μόλις 25% ενώ για το κρέας των αμνοεριφίων η αυτάρκεια, φτάνει το 85%. Ο βαθμός αυτάρκειας σε χοιρινό κρέας από 85-90% που ήταν το 1980 έπεσε σήμερα στο 45% ενώ για την πτηνοτροφία, έπεσε στο 80%, ενώ είχε αντίστοιχα εξαγωγικές επιδόσεις.

 

Αν και η ελληνική κτηνοτροφία επιδοτήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με σημαντικά κεφάλαια από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους βρίσκεται ακόμα καθηλωμένη σε ένα μεταβατικό υποτίθεται στάδιο ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού. Δυστυχώς τα περισσότερα προϊόντα είναι «κοινότυπα» και κατά συνέπεια στερούνται μοναδικότητας στην αγορά και έτσι μειονεκτούν από αντίστοιχα εισαγόμενα προϊόντα.

 

Με εξαίρεση ίσως τα προϊόντα της πτηνοτροφίας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (γιαούρτια τυριά), για όλα τα υπόλοιπα κτηνοτροφικά προϊόντα η τυποποίησή τους είναι ανύπαρκτη και η προώθησή τους στηρίζεται σε ένα απαρχαιωμένο σύστημα εμπορίας.

 

Το σημαντικότερο πρόβλημα όλων ανεξαιρέτως των κτηνοτροφικών προϊόντων είναι το υψηλό κόστος παραγωγής, που είναι συνέπεια του υψηλού κόστους των διαθέσιμων ζωοτροφών, λοιπών  εφοδίων, μηχανολογικού  εξοπλισμού και του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, δεν υπάρχει σταθερή ποιότητα, τα περισσότερα προϊόντα εμφανίζουν σημαντικές διακυμάνσεις στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η απόκτηση «γευστικής ταυτότητας».

 

Προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι εντατικής μορφής κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, κυρίως λόγω της στρεβλής εντατικοποίησης της παραγωγής  που στηρίζεται  σε  ένα  ξεπερασμένο και  αναποτελεσματικό   σύστημα  εκτροφής,    σε χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων για προληπτικούς λόγους και των περιβαλλοντικών προβλημάτων από τα ζωικά απόβλητα.

 

Επιπλέον, στην κατηγορία αυτή υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός εκμεταλλεύσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους με χαμηλές διαπραγματευτικές δυνατότητες στην αγορά (π.χ. κρέατος ή κρεατοσκευασμάτων).