εγγραφείτε: Άρθρα
εύρεση
Η κατάσταση της Κτηνοτροφίας
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα σύσκεψης του ΣΕΚ, η κτηνοτροφία βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής γάλακτος και κρέατος, αλλά και την εγκατάλειψη του επαγγέλματος.
Σε σύσκεψη του κλάδου, που συγκάλεσε ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) το πρωί του περασμένου Σαββάτου στη Θεσσαλονίκη, τα μηνύματα για την ελληνική κτηνοτροφία είναι δυσοίωνα. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν, μόνο τα δύο τελευταία χρόνια, εξαιτίας της αδυναμίας των κτηνοτρόφων να σιτίσουν σωστά τα ζώα τους, λόγω έλλειψης χρημάτων, η παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος μειώθηκε κατά 100.000 τόνους από τη συνολική εθνική παραγωγή, γεγονός που σημαίνει ότι ένα ποσό σχεδόν 90 – 100 εκατ. ευρώ, δεν έφθασαν ποτέ στις τσέπες των Ελλήνων κτηνοτρόφων, παρότι τα προηγούμενα χρόνια το έπαιρναν.
Αυτή η εξέλιξη όμως, είχε επίπτωση και στη μεταποίηση, κατά το ΣΕΚ, διότι η παραγωγή φέτας υποχώρησε στους 90.000 τόνους, από τους 100.000 τόνους, τη στιγμή που οι εξαγωγές του προϊόντος προσεγγίζουν τους 40.000 τόνους, με τάσεις ανόδου, αφού ανοίγουν καινούριες αγορές όπως αυτή της Νοτίου Κορέας η οποία δέχθηκε ότι αποτελεί ΠΟΠ προϊόν και ως εκ τούτου δεν μπορεί κανείς άλλος να πουλά τυρί ως φέτα, πλην της χώρας μας. Στο σημείο, πάντως, έγινε ευρεία αναφορά στα νέα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το προϊόν, από την απαίτηση του Καναδά να πουλά φέτα, η οποία σε πρώτη φάση φαίνεται να βρίσκει «συμμαχίες» και στο Κολέγιο των Επιτρόπων στην Ε. Ε. «Εδώ υπάρχει κίνδυνος», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, αλλά επισημάνθηκε πως πριν από την οριστική απόφαση, η σχετική πρόταση πρέπει να περάσει από το Ευρωκοινοβούλιο και ίσως και να κριθεί και σε επίπεδο αρχηγών κρατών.
Παρόμοια φαίνεται πως είναι η κατάσταση και στο αγελαδινό γάλα. Όπως ειπώθηκε, το 2011 και το 2012 η εθνική παραγωγή μειώθηκε σε ποσοστό 15%, ενώ και φέτος, στο πρώτο μισό του έτους, τα σχετικά στοιχεία δείχνουν νέα συρρίκνωση σε ποσοστό 8% που εκτιμάται ότι στο σύνολο της χρονιάς θα κλείσει στο 10% ή σχεδόν 60.000 τόνους λιγότερο γάλα.
Φθίνουσα είναι η κατάσταση και στο κρέας, αφού οι εισαγωγές στο μοσχαρίσιο φθάνουν στο 90% των ετήσιων εθνικών αναγκών και ακολουθούν επικίνδυνα το χοιρινό, με την αυτάρκεια να περιορίζεται πλέον στο 30%-35%, αλλά και τα κρέας των πουλερικών, με αποτέλεσμα για γάλα και για κρέας συνολικά να δαπανώνται περίπου 2 δισ. ευρώ ετησίως.
Αυτό συμβαίνει, κατά το ΣΕΚ, διότι οι παραγωγοί αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα υψηλά κόστη που ισχύουν στον κλάδο και αποτυπώνεται στη μείωση των εκμεταλλεύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι λιγότερες από 2.500 σήμερα, έναντι σχεδόν 7.000 πριν 6-7 χρόνια, ενώ και οι αιγοπροβατοτροφικές έπεσαν κάτω από τις 90.000, όταν πριν τέσσερα χρόνια ξεπερνούσαν τις 102.000 εκμεταλλεύσεις.
Τα μέλη του ΣΕΚ θεωρούν, ότι οι συνδεδεμένες ενισχύσεις από τον 1ο Πυλώνα της νέας ΚΑΠ είναι σε θέση να διαδραματίσουν καθοριστικό υποστηρικτικό ρόλο, καθώς από τα 200 εκατ. ευρώ, που εκτιμάται ότι θα είναι το ετήσιο ύψος τους, ένα μεγάλο μέρος μπορεί να οδηγηθεί σε συγκεκριμένους τομείς στρατηγικής σημασίας της ελληνικής κτηνοτροφίας. Συγκεκριμένα, προτείνεται η ενίσχυση του τομέα γάλακτος, αιγοπρόβειου και αγελαδινού, αλλά και του τομέα του βοείου κρέατος, προκειμένου οι δύο τομείς να ανακάμψουν και να περιοριστεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, αφού οι εισαγωγές στα προϊόντα αυτά είναι μεγάλες και δυστυχώς τείνουν αυξανόμενες.
Ειδικά για τις συνδεδεμένες ενισχύσεις, στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ, τονίστηκε πως πρέπει η χώρα μας να κάνει χρήση του μέτρου στο μέγιστο ποσοστό, συμπεριλαμβανομένου του 2% του εθνικού φακέλου για τις πρωτεϊνούχες καλλιέργειες, που θα έρθει να προστεθεί στο προτεινόμενο 8% του εθνικού κονδυλίου.
Ποσοστό 10% σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της συνδεδεμένης για τη χώρα μας θα ανέρχεται σε περίπου 200 εκατ. ευρώ ετησίως εκ των οποίων 40 εκατ. ευρώ θα κατευθυνθούν στις πρωτεϊνούχες καλλιέργειες. Από τα 160 εκατ. ευρώ που θα διατεθούν στους υπόλοιπους τομείς το μεγαλύτερο μέρος θα πρέπει να διατεθεί για τη στήριξη της παραγωγής, της βιωσιμότητας και της μείωσης της εξάρτησης από τις εισαγωγές συγκεκριμένων τομέων της κτηνοτροφίας στρατηγικής σημασίας.